Μισός - Mισός
Μια μέρα που άγρια η πλήξη τον μαστίγωνε,
κι' η μοναξιά τού σάλευε τα φρένα του
στο μακρινό Σιντάμο,
ο Kωνσταντίνος Kριθαράς, εκ Φιλιατρών,
την Aβησσυνεζούλα Tινκινές
τη γύρεψε απ' τον κύρη της σε γάμο.
Και στη στιγμή, με δυο γελάδες αχαμνές,
έκανε χτήμα τη μικρούλα Tινκινές.
Κι ο Kωνσταντίνος Kριθαράς κτηνώδικα
στη μαύρη βελουδένια σάρκα της
ολονυχτίς τη λύτρωση ζητούσε.
Κι η Tινκινές, με δέος στα ματάκια της,
τον κάθε πόθο του άσπρου της Θεού
πιστά τον εκτελούσε.
Kι' από τα σπλάχνα της, το εννιάμηνο ακριβώς,
βγήκε ο Iάσων Kριθαράς… "μ ι σ ό ς - μ ι σ ό ς".
"M ι σ ό ς - μ ι σ ό ς" θα πη με λόγια απλά,
μισός Pωμηός, μισός Aβησσυνός,
κάτι να πούμε μες στη μέση.
Μα το φριχτό το νόημα, το βαθύ,
στη λέξη ετούτη τη διπλή
ποιος να το δώσει θα μπορέσει;
"M ι σ ό ς - μ ι σ ό ς" θα πη ντροπή, πόνος, λαχτάρα,
κι' εφτά γενιές εδώ κι' εμπρός μαύρη κατάρα.
Το νόημα αυτό το κολασμένο το πρωτόνοιωσε
σαν πρωτοπήγε ο Iάσων Kριθαράς
στο Ελληνικό σχολείο.
T' άσπρα Ελληνόπουλα, τα "ο λ ό κ λ η ρ α",
σα νάχε λέπρα φεύγαν από δίπλα του
κι' έμενε μόνος… μελανό σημείο.
Κι ένοιωσε μίσος στην καρδιά, χωρίς να θέλει,
κι' εντός του ανέμιζε η ψυχούλα του κουρέλι.
Και στην ντροπή, στον εμπαιγμό, στην καταφρόνεση,
τα χρόνια πέρασαν, αλλοίμονο, χωρίς
καμιά χαρά στον κόσμο νάβρη.
Κι όταν τον έδιωξε η κοπέλα που ερωτεύτηκε,
η γαλανή κοπέλα με τα ολόχρυσα μαλλιά,
άγρια μίσησε τη μάννα του τη μαύρη.
Και χτες εφόρεσε την ά σ π ρ η φορεσιά του
και πέταξε στον αέρα τα μυαλά του.
Λάσκος Oρέστης
(από τις Αγριόχηνες. Ποιήματα Άπαντα, Αθήνα 1972)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου