ΚΑΠΟΙΟΣ ψυχολόγος, κάποιος κοινωνιολόγος, κάποιος ειδικός τελοσπάντων, ας
μας εξηγήσει το φαινόμενο: Πώς γίνεται από τη μια να είναι ο πατέρας που το
1974 ήτανε νέος, γύρω στα 25, και σήμερα εξηντάρης, ψάχνει ακόμα το παιδί του
που τότε ήταν λίγων μηνών χωρίς να πιστεύει στιγμή πως αυτό δολοφονήθηκε, αφού
έχει πλάσει στο μυαλό του ένα σωρό σενάρια, τα οποία καταλήγουν όλα πως είναι
κάπου και περνά καλά χωρίς να έχει επίγνωση της ταυτότητας του; Πώς γίνεται να
είναι από τη μια ο πατέρας αυτός, ο τσακισμένος από την προσμονή, από τον πόνο,
και ταυτόχρονα από την άλλη να είναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι που παίζουν
εκατομμύρια στα καζίνο των κατεχομένων, που γλεντάνε στα ξενοδοχεία, τα οποία
είναι κτισμένα σε περιουσίες ανθρώπων που ζούνε για τέσσερεις δεκαετίες σε
συνοικισμούς και ψάχνουν ακόμα τα παιδιά τους;
Πώς γίνεται σε οκτώ μήνες να ξοδεύτηκαν στα κατεχόμενα από Ελληνοκύπριους
4,5 εκατ. ευρώ με κάρτες και αρκετά άλλα ίσως σε μετρητά;
Πώς γίνεται αυτοί οι δυο κόσμοι να έχουν την ίδια ιστορία πίσω τους κι ο
ένας να έχει τσακίσει από τον πόνο κι ο άλλος να νιώθει το ίδιο καλά, είτε
βρίσκεται στο Λας Βέγκας είτε στα κατεχόμενα, μπροστά σε μια ρουλέτα;
Πώς γίνεται να περνάς τα οδοφράγματα, να ξέρεις την ιστορία του τόπου (ή
μήπως και δεν την ξέρεις) και να μην πονάς; Δεν είναι οι σχέσεις των ανθρώπων
που αναπτύσσονται, δεν είναι οι επισκέψεις στα μέρη που άφησες πίσω, δεν είναι
η γνωριμία με το άγνωστο μισό και η ανανέωση της αγάπης στον τόπο που
γεννήθηκες που ξενίζει. Είναι η απάθεια και η ισοπέδωση των πάντων. Είναι η
αδιαφορία για όλα. Είναι η τοποθέτηση του εγώ πάνω από όλα, που καταργεί το
συλλογικό. «Εγώ έτσι θέλω», «εγώ περνά καλά εκεί», «είναι πιο ωραία», «είναι
πιο φτηνά», «έτσι γουστάρω»… Κατά τα άλλα αυτή η κοινωνία κρατιέται αμόλυντη
από καζίνο.
Της
Χρυστάλλας Χατζηδημητρίου
«Ο
Φιλελεύθερος» 14-9-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου