Μετά από μια δεκαπενθήμερη ταλαιπωρία, είχα ανάγκη από αέρα, ουρανό, ήλιο, φως, βράχους, θάλασσες γαλάζιες, γαλήνιες, ήρεμες…. Θάλασσα δεν θα έβρισκα ,το ήξερα, αλλά ξαναβρήκα μια παλιά καρδιά της πόλης, πάλλουσα, ζωντανή, δική μας, ντόπια, ντόπρα, βρήκα φωνακλάδες κυρίους και γλυκιές κυράδες, βρήκα πάνω απ’ όλα μιαν ανθρωπιά που επιθύμησα.
Κατηφόρισα από τον Άγιο Ανδρέα στον προμαχώνα Μπαϊρακτάρη, πήρα μαζί μου το καροτσάκι μου, ως γηραιά κυρία, να το γεμίσω από τα λαχταριστά προϊόντα του τόπου μου. Είχα δει πριν λίγο καιρό μια αναφορά σε ένα από τα κανάλια για τον ξεριζωμό των πορτοκαλιών και των λεμονιών μας για να φυτευτούν αβοκατιές, γιατί εκεί ήταν το σίγουρο κέρδος. Η είδηση με στεναχώρησε και παρακολουθούσα τις εκφράσεις του γεωργού που εξιστορούσε το γιατί και για το ότι κάποιες φορές είμαστε αναγκασμένοι να εισάγουμε τα λεμόνια! Η γη της λεμονιάς και της ελιάς του Λεωνίδα ν’ αγοράζει τα λεμόνια της! Πρωτάκουστα, πλην όμως τόσο αληθινά!
Τετάρτη πρωί, λοιπόν, στον προμαχώνα. Ένας ήλιος υπέροχος, ένας ουρανός γαλάζιος σαν τραγούδι του Πλέσσα. Κόσμος, κοσμάκης, δικοί μας και ξένοι ανάμικτα και απλά. Ένας χώρος χωρίς σύνορα, ένας χώρος για όλους. Εμείς ντυμένοι χειμωνιάτικα, εκείνοι με φλιπ φλόπς ή με εκείνα τα μυτερά ψάθινα καπέλα να τους προστατεύουν από τον ήλιο. Ανάμεσά τους νεαροί εναλλακτικοί, οικοκυρές και πολλοί ηλικιωμένοι κύριοι που σχολιάζουν μεγαλοφώνως, νιώθουν άνετοι, κυκλοφορούν δικαιωματικά για λόγους δικούς τους. Πολλοί την αράζουν στον καφενέ του πεζοδρομίου. Άλλος κόσμος εκεί, τάβλι και βαρύ γλυκύς. Γλυκιές κοπέλες ανατολίτισσες με εκείνα τα εβένινα μαλλιά που καλύπτουν όλη τη ράχη τους, κοιτάζουν διακριτικά, επιλέγουν το καλύτερο κομμάτι τζίντζερ, το μυρίζουν, μια ιεροτελεστία δική τους.
Η Λαϊκή είναι άλλο πράμα, εδώ πρέπει να φέρουμε την κυρία Κουεγιάρ να γευτεί τι πάει να πει ανόθευτη Κύπρος. Όχι δήθεν, όχι υπερβολική, όχι φτιαχτή από υλικά που δεν έχουμε. Ένας κόσμος ανοιχτός, που σε καλημερίζει χωρίς δεύτερη σκέψη, που διαλαλεί περήφανα και ενίοτε με κανένα τσιατιστό την πραμάτεια του, που κρύβει με χαμόγελα τις τεράστιες δυσκολίες και αναποδιές της δουλειάς, του κόπου, του μόχθου για έρθει να στήσει από το χάραμα τον χώρο του. Ο κύριος Πάμπος έρχεται από τον Άγιο Μέμνωνα ξημέρωμα, τα χωράφια που καλλιεργεί είναι στον χώρο που οι πολιτικοί και η πολιτική αποκαλούν με στόμφο «νεκρή ζώνη».
- Τούτη η «πεθαμένη» εν που φκάλει τις πιο ωραίες φράουλες. Προχτές άνοιξαν λαούμια στο τέλος του χωραφκιού μου. Εν να με παίξουν τζαι έθ θα τους θωρώ.
- Αμμά εδώκαμεν τους τα κυρία, εδώκαμεν τον τόπον μας τζαι τωρά εν βαστούμεν ριάλια να τον πιάουμεν πίσω. Γιατί εν τα ριάλια που τα εκάμαν τούτα ούλα, εν τα ριάλια.
Στην παρέα του κυρίου Πάμπου προστέθηκε ο κύριος Ανδρέας
- Πόθεν είσαι εσού; Είπε στον άλλο κύριο.
- Έξερες την μάναν του νερού στην Ακανθού; Εξερες την ρε, όξα άμα μας την επιάσαν αθυμηθήκαμεν την…
- Εγιώ εν παένω ποτζεί, επήα μια φορά τζαι κανεί. Είδα τα ούλα, έν θέλω να δω άλλα, θέλω να φύω με τζείνα που ξέρω τζαι αγαπώ. Ποτζί εν άλλος τόπος. Με πεζίνα θέλω, με φαγιά δικά τους, εν θέλω.
Ακούς πολλά, ο κόσμος μιλά, συχνά με χιούμορ, εξωτερικεύει ελεύθερα τα συναισθήματά του επειδή βρίσκεται σε ένα οικείο περιβάλλον. Ουδείς μιλά του άλλου μέσα στα μώλ που ξεφύτρωσαν στην πρωτεύουσα και αλλαχού. Ουδείς βλέπει γύρω του τον κόσμο, παρά μόνο τις βιτρίνες και τις τιμές. Εδώ ένας κόσμος ψωνίζει και μιλά, χωρατεύκει με τον γείτονά ή τον πελάτη, χαίρεται, γελά, ανταποκρίνεσαι, εσύ εύχεσαι καλά Χριστούγεννα, και αντεύχονται υγεία τζαι μακροημέρευσην, κόρη μου. Έχει ζωή, άλλη από αυτήν του κινητού, από αυτήν που μας έχει βαρέσει στο κεφάλι, από αυτήν που αναίρεσε την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε τα πέριξ, τον ουρανό, τον μιναρέ, το κτίριο 365 και τον τροχό της τύχης της Παραμυθούπολης.
Έχει πολλές αλήθειες η πόλη μας, κρυμμένες και φανερές. Αλλά έχει και μέλλον, ή καλύτερα θα μπορούσε να έχει και μέλλον που να στηρίζεται σ’ αυτές τις αλήθειες. Είναι πικρή η ιστορία της Λευκωσίας, πικρή γιατί ενώ ήταν πάντα η πρωτεύουσα και είχε την προστασία και του Πενταδάκτυλου και του Τροόδους, είχε ανταγωνισμό από τις παράλιες πόλεις, αυτές τις λαμπερές του εμπορίου και των συναλλαγών. Πικρή γιατί περιορισμένη και έγκλειστη σε τείχη ψηλά, της ήταν δύσκολο να τα αναιρέσει από τα μάτια και τη ψυχολογία της, υπέρβαση στον κλειστό, μικροαστικό της χαρακτήρα σπάνια έκανε, γι’ αυτό πρόσφατα αναλώθηκε, εγκαταλείποντας τις αξίες της σε έναν ξέφρενο μιμητισμό, σε μια υπερβολή, προσπαθώντας να κρύψει τις αδυναμίες της με πολύ μπετόν, και ψεύτικα και μεγάλα λόγια.
Θέλει πολύ αγάπη και κατανόηση η Λευκωσία για να σταθεί στα πόδια της, να προωθήσει τις αλήθειες της, να επιλέξει ένα δρόμο που να έχει μέτρο και όχι υπερβολή. Θέλει στήριξη ο πληθυσμός της που είναι πολύβουος και πολύχρωμος, θέλει ανθρωπιά πάνω από όλα για ν’ αποκτήσει μιαν αίγλη που θα μπορούσε να της ανήκει μελλοντικά.
Δεν γνωρίζω το όνομα του κυρίου που πόζαρε με τον παπαγάλο στον φακό μου. Τον ευχαριστώ και του εύχομαι Καλές Γιορτές, όπως και σε σας όλους αγαπητοί μου αναγνώστες.
Πηγή: https://www.philenews.com/apopsis/arthra-apo-f/article/1421473/i-alithies-tis-polis/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου