Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Πόσο ελεύθερος είναι τελικά ο Τύπος; Και γιατί να μας αφορά;



Δεν χρειάζονται πολλά. Χρειάζεται μόνο να δει κάποιος τον χάρτη της παγκόσμιας κατάταξης της ελευθερίας του Τύπου, όπως τον ετοιμάζει κάθε χρόνο η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters Sans Frontières). Από εκεί και μόνο μπορεί να συνειδητοποιήσει το πρόβλημα της εποχής μας.

Σε μια κλίμακα από το 1 έως το 100, μόνο οκτώ χώρες (Νορβηγία, Δανία, Σουηδία, Εσθονία, Φινλανδία, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Κόστα Ρίκα – με αυτή τη σειρά κατάταξης) καταφέρνουν να ξεπεράσουν πια το 85.

Η Κύπρος έχει κατρακυλήσει στην 65η από την 26η θέση στην οποία ήταν πριν έναν μόλις χρόνο, ενώ η Ελλάδα έπεσε στην 108η από την 70ή, χειρότερα ακόμα κι από το Ψευδοκράτος το οποίο βρίσκεται στην 81η θέση (από την 76η). Η έρευνα συντάσσεται σε 180 κράτη και περιοχές, ανάμεσά τους και μη αναγνωρισμένα, διότι ΜΜΕ υπάρχουν παντού και συνεπώς η ελευθερία τους είναι μετρήσιμη, αλλά και κρίσιμη για τη δημοκρατία.

Ο διεθνής ορισμός για την ελευθερία του Τύπου είναι «η δυνατότητα των δημοσιογράφων ως άτομα και συλλογικά να επιλέγουν, να παράγουν και να δημοσιοποιούν ειδήσεις που αφορούν το δημόσιο συμφέρον, ανεξάρτητα από πολιτικές, οικονομικές, νομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις και χωρίς να απειλείται η σωματική και ψυχική τους ακεραιότητα».

Η συνολική δε βαθμολογία μιας χώρας επηρεάζεται από μια σειρά από παράγοντες με σημαντικότερους την ικανότητα αυτών που ασκούν την εξουσία σε όλα τα επίπεδα να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους αλλά και την προθυμία τους να το πράξουν.

Από τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται τις απειλές και τις παρεμβάσεις όλων των μορφών εις βάρος του Τύπου, μέχρι και τη δική τους εμπλοκή ενίοτε, εκεί όπου ασκούνται πιέσεις από τις αρχές προκειμένου να μην μπορούν οι δημοσιογράφοι να κάνουν απρόσκοπτα τη δουλειά τους.

Εδώ, η είδηση πέρασε σχετικά στο ντούκου. Και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης το φέρουμε εμείς οι ίδιοι δημοσιογράφοι οι οποίοι δεν την αναδείξαμε, και όταν λέω «εμείς» συμπεριλαμβάνω και τον εαυτό μου, καθώς τα αποτελέσματα της φετινής κατάταξης ανακοινώθηκαν προ δεκαπενθημέρου και έκτοτε έλεγα ότι πρέπει να γράψω κάτι.

Για την ακρίβεια είχα και μεγαλύτερη, μάλλον, ευθύνη από πολλούς άλλους συναδέλφους να το κάνω ως ένας από εκείνους τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν, το δικό μου για δύο συναπτά έτη, στην έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης αναφορικά με σοβαρά περιστατικά απειλών εναντίον δημοσιογράφων σε κάθε χώρα.

Η θεαματική κατρακύλα της Κύπρου οφείλει να μας προβληματίσει όλους πολύ σοβαρά. Και εμάς ως λειτουργούς των ΜΜΕ, αλλά και εσάς ως πολίτες, καθώς η ελευθερία των δημοσιογράφων είναι ένας από τους σημαντικότερους πυλώνες της δημοκρατίας. Μιλάμε πάντα για τους δημοσιογράφους οι οποίοι ανταποκρίνονται στις βασικές απαιτήσεις του επαγγέλματος ή και αδυνατούν να το κάνουν, παρότι θα ήθελαν, από φόβο μήπως χάσουν τη δουλειά τους, σε μια εποχή που ο Τύπος, ειδικά ο έντυπος αλλά και τα ΜΜΕ, συρρικνώνονται.

Σε περιόδους κρίσεων, όπως αυτή που διερχόμαστε, διαφαίνεται καλύτερα από ποτέ η σημασία του Τύπου και της δουλειάς των δημοσιογράφων αυτών. Είτε αποκαλύπτουν, είτε διατυπώνουν απόψεις που ενοχλούν συμφέροντα και κατεστημένα, είτε απλώς… καλύπτουν τα θέματα, κάτι που φάνηκε πιο έντονα  στην περίοδο έξαρσης της πανδημίας με τα όσα κυκλοφορούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και καταναλώνονταν ευρέως από ένα κομμάτι της κοινωνίας. Ένα κομμάτι το οποίο δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην επαγγελματική δημοσιογραφία και στα όσα διάφοροι, πολλές φορές κάθε άλλο παρά αθώα, διοχέτευαν ως ψεύτικες και παραπλανητικές ειδήσεις.

Με τις ανάλογες καταστροφικές συνέπειες.

Με αυτό βέβαια δεν υπονοώ ότι είναι αγγελικά πλασμένος ο κόσμος της δημοσιογραφίας, ούτε και μπορεί να διαγράψει και πολλές αστοχίες από πλευράς δικής μας, είτε αυτό οφείλεται σε επιπολαιότητα, είτε και σε άλλους παράγοντες. Αν το καταθέτω είναι για να πω πως, παρότι ζούμε σε ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο ενημέρωσης πια, με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να διαδραματίζουν τεράστιο ρόλο και συνεπώς η πληροφόρηση να μην είναι πια αποκλειστικό προνόμιο των δημοσιογράφων -και αυτό δεν είναι κακό- ο ρόλος του Τύπου στη διατήρηση της δημοκρατίας παραμένει πρωταρχικός.

Εκεί όπου ο Τύπος περιορίζεται, ελέγχεται ή αποτυγχάνει, θύμα δεν είναι μόνο η ενημέρωση ως απλή διάδοση πληροφοριών. Θύμα είναι η ίδια η δημοκρατία και η άσκηση ελέγχου αλλά και κριτικής στην εξουσία. Είναι η ελευθερία.

Γιατί ακριβώς ο Τύπος διατηρεί τον κυρίαρχό του ρόλο στη μετάδοση των πληροφοριών και δεν γίνεται αλλιώς. Ή μάλλον, γίνεται, αλλά η εμπειρία έχει αποδείξει πως δεν βγαίνει τίποτα καλό όταν η διακίνηση της πληροφορίας γίνεται από πηγές οι όποιες, όχι μόνο δεν λογοδοτούν σε οποιονδήποτε, αλλά και κανείς δεν γνωρίζει ποιος κρύβεται πίσω τους.

Kάτι που, δικαίως θα μου απαντήσει κάποιος ισχύει και με τα κανονικά ΜΜΕ, σε μια εποχή που η κρίση στον χώρο μας έχει φέρει πολύ μεγαλύτερες εξαρτήσεις. Και είναι γεγονός. Για αυτό και χρειάζεται να στηριχθεί το κομμάτι που λειτουργεί και κάνει τη δουλειά του παρά τις πολλές αντιξοότητες.

Δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κάτι άλλο αυτό το κομμάτι. Και εάν αφεθεί να σβήσει και αυτό, νομίζω πως ο καθένας αντιλαμβάνεται, αν μη τι άλλο, πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα.

Αν δεν το αντιλαμβάνεται, δεν έχει παρά να κάνει μια σύγκριση με το παρελθόν του Τύπου εδώ και το τι ισχύει σήμερα. Διότι η έρευνα γίνεται πολύ εμπεριστατωμένα και γι’ αυτό τυγχάνει σεβασμού διεθνώς. Και τότε θα αντιληφθεί.

 Πηγή:  https://politis.com.cy/apopseis/stiles/poso-eleytheros-einai-telika-o-typos-kai-giati-na-mas-afora/


Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Το τεράστιο τίμημα της κενολογίας

 ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, 17/05/2022



Ελπίζω το πάθημα Χριστοδουλίδη να γίνει επιτέλους μάθημα και στους υπόλοιπους. Αν και οφείλω να σας πω ότι δεν έχω  πολλές ελπίδες, μιας και λίγα πράγματα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα στο πολιτικό -και όχι μόνο- DNA μας όσο ο επαρχιωτισμός και η ξενομανία.

Το δέος με το οποίο στέκουν διαχρονικά οι χαζοκούμπαροι πολιτικοί απέναντι στις «φίρμες» της πολιτικής επικοινωνίας της Ελλάδας δεν είναι σημερινό, ούτε περιορίζεται στον Νίκο Χριστοδουλίδη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος δεν έχει ευθύνη για αυτό που έγινε.

Όμως, το φαινόμενο είναι σχεδόν καθολικό, διαχρονικό και κυρίως υποτιμητικό για τις πολύ αξιόλογες προσπάθειες ανθρώπων εδώ να αναπτύξουν με πολύ κόπο και ευσυνειδησία τον κλάδο, βασιζόμενοι όχι σε (πανάκριβες κιόλας) αρπαχτές, αλλά σε δουλειά ουσίας με ρίσκα μεγάλα, επαγγελματικά και προσωπικά. Και με άμεση γνώση του αντικειμένου.

Από την άλλη, ναι, δεν μπορεί και δεν πρέπει κανείς να ακυρώνει, ειδικά στην ΕΕ και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης κιόλας, εταιρείες και πρόσωπα με εμπειρία στον τομέα, ούτε και να καταλήγει στο άλλο άκρο, στον τοπικισμό και στα ανάλογα κολλήματα. Είναι εξίσου απομακρυσμένο από την εποχή μας. Και εξίσου λανθασμένο, νομίζω.

Όμως, εάν μιλάμε για την πολιτική επικοινωνία ενόψει προεδρικών, ένα σημαντικό της κομμάτι είναι και η ικανότητα των ίδιων των υποψηφίων να πείσουν για το πώς μπορούν να διαχειριστούν και να αξιοποιήσουν το εγχώριο δυναμικό μας, σε όλους τους τομείς. Μαζί και σε αυτόν. Σ’ αυτό απευθύνονται σε μια μάλιστα παρατεταμένη περίοδο παραγκωνισμού και περιφρόνησης έναντι των όσων αυτό μπορεί να παράξει. Σε όλους τους τομείς.

Κι όταν οι υποψήφιοι τρέχουν μονίμως στην Ελλάδα προκειμένου να καπαρώσουν πρώτοι τα «ονόματα» για να εντυπωσιάσουν, πάγια δυστυχώς πρακτική των περισσοτέρων, αυτό μάλλον το αντίθετο είναι που δείχνει.

Στην καλύτερη περίπτωση φανερώνει αδιαφορία προς την κατεύθυνση μιας τέτοιας αξιοποίησης και, στη χειρότερη, αδυναμία να το πράξουν. Τη χειρότερη, ναι. Διότι είναι μέρος της δουλειάς τους, πώς να το κάνουμε; Εκτός κι αν αύριο σκοπεύουν να διοικούν τον τόπο με εισαγωγές.

Πόσω δε μάλλον όταν ξέρουν και ξέρουμε ότι, κακοτοπιές του τύπου κάνουμε κοπτοραπτική από μια ομιλία 14 ετών -την οποία δεν γράψαμε καν εμείς!- δεν μπορούν να αποφευχθούν καθώς, όσο κι αν δεν το θέλουμε, για το «εθνικό κέντρο» παραμένουμε μια μικρή και άνευ σημασίας αγορά. Από εκεί και πέρα, η ευθύνη είναι ευρύτερη. Αν και δεν είναι η ουσία.

Η ουσία είναι μία: είναι η έλλειψη επαφής των υποψηφίων με την πραγματικότητα και τα πολλά και τεράστια προβλήματα του κόσμου σήμερα. Και κυρίως είναι η απουσία -μέχρι στιγμής- συγκεκριμένων προτάσεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτών.

Οι υποψήφιοι και δυστυχώς και εμείς, ως ΜΜΕ, ασχολούμαστε με οτιδήποτε πλην των προβλημάτων αυτών. Κανένας δεν μιλά για την ακρίβεια, κανένας δεν μιλά για τη φτωχοποίηση ολοένα και περισσότερων ανθρώπων, την ανεργία των νέων, τις τρομακτικά πολλές μετακομίσεις νεαρών ζευγαριών στα σπίτια των γονιών τους, την απουσία της όποιας επαγγελματικής προοπτικής εάν δεν υπάρχει το ανάλογο βύσμα, τη διαφθορά ακόμα και την αποτυχία διαχείρισης του μεταναστευτικού η οποία είναι βούτυρο στο ψωμί των ρατσιστών, την ώρα που η χώρα αντιδρά σπασμωδικά και συχνά απάνθρωπα έναντι των ανθρώπων αυτών και εκτίθεται διεθνώς με τη συμπεριφορά της. Αν και δεν είναι το πρωτεύον αυτό με το διεθνές ρεζίλεμα. Ή δεν θα έπρεπε.

Η τραγωδία είναι πως όλοι επικεντρώνονται στο πώς θα εκλεγούν και κατ’ επέκταση πώς θα διατηρήσουν αλώβητα τα ποσοστά των κομμάτων τους ή των κομμάτων που τους στηρίζουν. Πολιτική ουσία σπανίως υπάρχει, στο πλαίσιο δε ειδικά αυτής της διεργασίας, ενόψει προεδρικών, σπανιότητα.

Η πολιτική επικοινωνία των προεδρικών είναι μια καμπάνια διαφημιστική σαν όλες τις άλλες, η οποία, αν και δεν το λέει ξεκάθαρα, βολεύεται γύρω από μια μεγάλη αλήθεια: ότι αυτό που απασχολεί τα κόμματα και τους υποψηφίους είναι το τι θα πάρουν από αυτούς που θα πάνε να ψηφίσουν, όσο λίγοι ή πολλοί κι αν είναι. Οι υπόλοιποι, κανέναν δεν αφορούν, διότι η δουλειά τους πάλι θα γίνει.

Αυτό όμως που δεν γίνεται, είναι η δουλειά της κοινωνίας. Αυτό που δεν γίνεται είναι η καταγραφή της όποιας προόδου στα μύρια προβλήματα που ταλαιπωρούν τον κόσμο και που αυξάνονται, με αποτέλεσμα η απαξίωση για τη δημόσια ζωή και την όποια συμμετοχή σ’ αυτήν, η απαξίωση για την ίδια τη δημοκρατία να αυξάνεται επίσης μέρα με την ημέρα, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ότι το σύστημα τους εξωθεί στο περιθώριο.

Μέχρι που κάποιος να αποφασίσει, πέραν των ποσοστών της υποψηφιότητάς του, να ασχοληθεί σοβαρά και με τον κόσμο και τις ανησυχίες του και να προτείνει λύσεις -εάν μπορεί- και είναι νομίζω βασική η προϋπόθεση για να πολιτεύεται κάποιος, η κατάσταση αυτή δεν θα αλλάξει.

Θα συνεχίζουν να διεκδικούν την ψήφο όσων μετέχουν με γενικόλογα και διαφημιστικές ατάκες, οι δε υπόλοιποι θα τους γυρνούν την πλάτη και θα γίνονται συχνότατα βορά στα θηρία του λαϊκισμού και της ακρότητας.

Και αυτό δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς. Αφορά και εμάς ως πολίτες. Πολύ περισσότερο μάλιστα. 

 Πηγή:  https://politis.com.cy/apopseis/stiles/to-terastio-timima-tis-kenologias/