Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007

Ποιήματα της εβδομάδας 1-42

Αγαπητοί/ές φίλοι/ες.

Με τη νέα χρονιά θα προσπαθήσω να επικοινωνώ μαζί σας, κάθε Σαββατοκύριακο, και με άλλο ένα τρόπο, τον ποιητικό λόγο. Πολλές φορές, ιδιαίτερα στην εποχή μας, είναι αναγκαίος, αποκαλυπτικός και δυναμικός.

ΑΛΛΑΞΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟ ‘ΧΕΙ ΑΝΑΓΚΗ

Με ποιον δεν θα καθόταν ο Δίκαιος
αν ήταν να βοηθήσει έτσι το Δίκιο;
Ποιο γιατρικό θα ‘ταν πολύ πικρό
για τον ετοιμοθάνατο;
Τι βρωμιά δε θα ‘κανες
τη βρωμιά για να τσακίσεις;
Αν επιτέλους μπορούσες τον κόσμο ν’ αλλάξεις, δεν θα
καταδεχόσουν να το κάνεις;
Ποιος είσαι;
Βυθίσου στο βούρκο
αγκάλιασε το φονιά, όμως
άλλαξε τον κόσμο: το ‘χει ανάγκη.
………………………………….

Χρειάζονται πολλά, τον κόσμο για ν’ αλλάξεις:
Οργή κι επιμονή. Γνώση και αγανάχτηση.
Γρήγορη απόφαση, στόχαση βαθιά.
Ψυχρή υπομονή, κι ατέλειωτη καρτερία.
Κατανόηση της λεπτομέρειας και κατανόηση του συνόλου.
Μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς
την πραγματικότητα ν’ αλλάξουμε.



ΣΕ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ

Δε θα λένε: Τον καιρό που η βελανιδιά τα κλαδιά της
ανεμοσάλευε.
Θα λένε: Τον καιρό που ο μπογιατζής τσάκιζε τους εργάτες.

Δε θα λένε: Τον καιρό που το παιδί πετούσε βότσαλα πλατιά στου
ποταμού το ρέμα.
Θα λένε: Τον καιρό που ετοιμάζονταν οι μεγάλοι πόλεμοι.

Δε θα λένε: Τον καιρό που μπήκε στην κάμαρα η γυναίκα.
Θα λένε: Τον καιρό που οι μεγάλες δυνάμεις συμμαχούσαν
ενάντια στους εργάτες.

Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: Γιατί σωπαίναν οι ποιητές τους;

Μπέρτολτ Μπρεχτ


ΑΝ ΜΕΙΝΟΥΝΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ

Αν μείνουνε τα πράγματα όπως είναι
είσαστε χαμένοι.
Φίλος σας είναι η αλλαγή
η αντίφαση είναι σύμμαχός σας.
Από το τίποτα
πρέπει κάτι να κάνετε, μα οι δυνατοί
πρέπει να γινούνε τίποτα.
Αυτό που έχετε, απαρνηθείτε το και πάρτε
αυτό που σας αρνούνται.



ΑΓΡΥΠΝΙΑ

…………………………….
Το φως της λάμπας δε γνωρίζει τα χέρια μας
Είναι βλέπεις καπνισμένο και το λαμπογυάλι –
Τα χέρια μας πάνου στο τραπέζι είναι σαν ξερά πλατανόφυλλα
Δε μπορούν να κρατήσουν μια φυσαρμόνικα, να πουν «ευχαριστώ» ή «μεθαύριο»
Μονάχα όταν πιάνουν ένα άλλο χέρι
Ξαναγίνονται χέρια – και τότε ο κύκλος απ’ το φως της λάμπας
Είναι σαν σκουτέλι ζεστό φαϊ
Όπου μπορούν να φάνε δυο και τρεις και πιότεροι
Και να χορτάσουν.
………………………………….




Πίσω καπνίζουν τα χωριά κι οι πολιτείες μουγκρίζουν
Και πίσω απ’ τα κατάμαυρα της πυρκαϊάς ντουβάρια
Και πίσω από καπνών σταυρούς κι από σπαθιών γεφύρια
Νατη η αυγή τινάζοντας τον ήλιο της παντιέρα –
Η σάλπιγγα της λευτεριάς και τ’ άστραμμα του δίκιου.
…………………………………………………
Γιάννης Ρίτσος



ΑΓΡΥΠΝΙΑ

Έχετε δει μια χελιδονοφωλιά τη νύχτα;
τα μικρά αυγά γαλανίζοντας κάτου απ’ τα’ αστέρια;
Η Μάρθα τρόμαζε να τα κοιτάζει και να συλλογιέται
πως από δω θα βγουν τόσα φτερά και τόσα τραγούδια. Γιατί
λοιπόν να μην ελπίζουμε
Θυμηθείτε τη χελιδονοφωλιά σα θα δυσκολευτείτε στη δουλειά σας.
Τα πάρα κάτου θα τα καταλάβετε. Είναι πολλά και σοβαρότερα.
Γι’ αυτό τραγουδάμε. Έχουμε το δικαίωμα και το καθήκον.
Κι ακόμα πιο πολύ πιστεύουμε. Γι’ αυτό τραγουδάμε.

Θα φτιάξουμε την πυρκαϊά του κόσμου ένα άγαλμα
να κοιμηθούν στα πόδια του τα παιδιά με το μάγουλο
ακουμπισμένο στο ζερβί τους ώμο
να κοιμηθούν οι μανάδες δίχως να φοβούνται το χτύπημα
της πόρτας
να κοιμηθούν μια στάλα οι σκοτωμένοι μας που κουράστηκαν
πια να μην πεθαίνουν
όλοι να κοιμηθούμε για να ξυπνήσουμε αύριο νωρίς
πολύ νωρίς την πρώτη μέρα του ανθρώπου.
………………………………………………………..

Γιάννης Ρίτσος



ΕΜΜΕΣΗ ΑΔΡΑΝΕΙΑ

Ευλογημένο να ‘ναι το Εμπόδιο
και τρισευλογημένο.
Δέντρο ισκιερής δικαιολογίας
ότι δεν φταίμε εμείς,
να βρίσκει δροσερήν αθώωση
ο λιποτάκτης Χειρισμός,
να κολατσίζει με το πάσο της
το μεροκαματιάρικο άλλοθί της
η αλλοτρίωσή μας.

Κική Δημουλά




ΦΩΝΗ ΣΕ ΑΔΕΙΟΔΡΟΜΟΥΣ

Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή.

Είναι η φωνή μου άγνωστη
στα μεγάλα του πλανήτη μας δράματα:
δίκαιου αφανισμοί, πείνες που τρων
την επιβίωσή τους για να ζήσουν,
ανισοτήτων άγριο λαθρεμπόριο,
πυρηνικά συμφέροντα,
πόλεμοι τουρίστες,
αποφάσεις που κυκλοφορούν
ινκόγκνιτο με μαύρα γυαλιά
μέσα σε αυθαιρεσίες αλεξίσφαιρες.
Και όλα αυτά κυβερνημένα
απ’ το παμπάλαιο, πανίσχυρο Έτσι.

Δεν είναι η φωνή μου ακουστή
στα φριχτά του πλανήτη μας δράματα.
Στο κραυγαλέο δεν ανέβηκε ποτέ
έμμετρα να καταραστεί
όσα στη γη διχάζονται,
λίπασμα το μισό
τ’ άλλο μισό για να θεριέψει.

Είναι η φωνή μου χαμηλή κι είναι παράμερη
σαν γνώση και σαν φόβος,
με το αδύναμο ισότονη
ισόφωνη με τη σιωπή.
Με τα καθημερινά και τα μικρά περιχύνεται
και αυτοπυρπολείται κάθε μέρα.
Κι αυτό είναι η εσώφωνη κραυγή της,
το θυμωμένο ρίγος της,
η έμμετρη κατάρα της στο άμμετρο,
η αγρύπνια της
δίπλα στα βογγητά των μεγάλων δραμάτων,
η ύπουλη μικρόσωμη σπρωξιά της
στο παμπάλαιο πανίσχυρο Έτσι.

Ουρλιάζουν οι τύχες
κωφεύει η αλλαγή τους
στην παμπάλαια, σεβάσμια
στεντόρεια φωνή της Ανάγκης.
Δεν έφτασε ποτέ της στην απήχηση.
Αποφάσεις ινκόγκνιτο με μαύρα γυαλιά
τη φιμώνουν στο δρόμο.
Γιατί θ’ απηχήσει η δική μου φωνή
κλέβοντας δάφνη υπεροχής
απ’ τη φωνή του κόσμου;
Είν’ η φωνή μου σεβαστική
στη νικημένη τη φωνή του κόσμου.

Ουρλιάζουν οι τύχες
κωφεύει η αλλαγή τους
Ο κραυγαλέος λόγος, Νάρκισσος.
Κι αν σκύβει πάνω απ’ τα δεινά
καθρέφτες πιο πολύ εξασφαλίζει.
Όχι, δεν καθρεφτίζεται η φωνή μου
στα μαύρα δεινά.
Σε ηχηρά διαβήματα
μέρος δεν παίρνει, δεν συν-κραυγάζει
να γίνουν λόφοι τα βουνά,
αλλιώς βουνά οι λόφοι.
Κάθεται χαμηλή σαν λόφος.

Όχι, δεν είναι η φωνή μου
ελευθερία ή θάνατος.
Είν’ ένα κρατητήριο φωνών
κι ευθανασία τους,
στόχος καρτερικός
στα κέφια του τρελού πυρηνικού πλησίον.
Είναι η φωνή μου ένα σκαμνί
για κουρασμένα λόγια,
για νικημένα που επιστρέφουν συμπεράσματα.
Είν’ η φωνή μου ένας αθόρυβος περίπατος
μοναχικής γραφής
σε βροχερούς αδειοδρόμους.

Για σας θα κάνω μια καλύτερη τιμή
είπε το Τίποτα στο Κάτι
κι εκείνο το ηλίθιο το’ χαψε.

Κική Δημουλά



ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΠΟΥ ΦΩΤΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου

Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτραίτο του Dorian Gray.

Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλα του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.

Κώστας Καρυωτάκης




ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος, που τους ανανεώνουν)

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.

Και μονάχα η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορηρίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.

Κώστας Καρυωτάκης





ΔΥΝΑΜΩΣΙΣ

Όποιος το πνεύμα του ποθεί να δυναμώσει
να βγει απ’ το σέβας κι από την υποταγή.
Από τους νόμους μερικούς θα τους φυλάγει,
αλλά το περισσότερο θα παραβαίνει
και νόμους κ’ έθιμα κι απ’ την παραδεγμένη
και την ανεπαρκούσα ευθύτητα θα βγει.
Από ταις ηδοναίς πολλά θα διδαχθεί.
Την καταστρεπτική δεν θα φοβάται πράξη,
το σπίτι το μισό να γκρεμισθεί.
Έτσι θ’ αναπτυχθεί ενάρετα στη γνώση.

Κωνσταντίνος Καβάφης




ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.

Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντας την,
γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντας την
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινή ανοησία,
ως που να γίνει σα μια ξένη φορτική.

Κωνσταντίνος Καβάφης






Στα 200 π.X.

«Aλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων—»

Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε
πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη
για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων»,
μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται
για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν
σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε
μια πανελλήνια εκστρατεία χωρίς
Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό
δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής.
A βεβαιότατα «πλην Λακεδαιμονίων».

Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται.

Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό·
και στην Ισσό μετά· και στην τελειωτική
την μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός
που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι:
που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κ’ εσαρώθη.

Κι απ’ την θαυμάσια πανελλήνιαν εκστρατεία,
την νικηφόρα, την περίλαμπρη,
την περιλάλητη, την δοξασμένη
ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά,
την απαράμιλλη: βγήκαμ’ εμείς·
ελληνικός καινούριος κόσμος, μέγας.

Εμείς· οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς,
οι Σελευκείς, κ’ οι πολυάριθμοι
επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας,
κ’ οι εν Μηδία, κ’ οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.
Με τες εκτεταμένες επικράτειες,
με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.
Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά
ώς μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ώς τους Ινδούς.

Για Λακεδαιμονίους να μιλούμε τώρα!

Κωνσταντίνος Καβάφης







" Γίνε ό,τι θέλεις.
Ένας ονειροπόλος .Ένας ανένταχτος. Ένας αραχτός.
Ένας ερευνητής .Ένας ακτιβιστής. Ένας ανύπαρκτος.
Ένας θεατής. Ένας δάσκαλος.
Γίνε ό,τι γουστάρεις, ρε παιδάκι μου. Εγώ μαζί σου.
Μόνο αυτό, που προσπαθούν με τόσο πείσμα να σε κάμουν,
πρόσεξε μη γίνεις.
Ένας χρήσιμος ηλίθιος!"
Αλκυόνη Παπαδάκη



"Είναι γεγονός πως κάποιοι άνθρωποι δεν μπόρεσαν
ποτέ ν' απλώσουν τα "ρούχα" τους στον ήλιο, να τα στεγνώσουν.
Πάντα βρεγμένα τα φορούν.
Δεν είναι η ζωή που φταίει γι' αυτό , κι ας της ρίχνουν
όλα τα βάρη.
Ούτε οι ίδιοι , βέβαια φταίνε.
Φταίει το ότι δεν τους χάρισε ποτέ κανείς έναν ήλιο.
'Εναν ολόδικό τους ήλιο.
Ν' ανατέλλει, να δύει και πάλι ν' ανατέλλει λαμπρός
μέσα τους." Αλκυόνη Παπαδάκη




Μητέρα μας
Είναι η στιγμή που αναπνέουμε
Το φώς πάνω στον βράχο
Ο ίδιος ο βράχος.
Είναι το ρίγος που νιώθουμε
Όταν κάποιος έρχεται ή φεύγει-
Το φύλλο του φθινοπώρου
Που πέφτει πάνω στο βηματισμό μας.
Είναι το χαίρε που ανταποδίδουμε
Στο μεσουράνημα του ήλιου-
Η σκέψη που διατρέχει με θέρμη τον κόσμο.






Όσο και να φωνάζεις
Αν δεν παραβιάσεις το κιγκλίδωμα των αισθήσεων
Να δραπετεύσεις στο αγνάντιο
Να δεις τις τροχιές του πνεύματος
Ν’ ακούσεις τις κρυμμένες φωνές
Μακριά από τα νήματά σου
Δίχως ηλικία και δίχως όρια-
Θα σε κλυδωνίζει η ίδια πάντα διαδρομή
Η ίδια πάντα ανυπότακτη θύελλα
Η τρικυμία στο μικρό σου κύπελλο.

Δημήτρης Μιχαλάκος



Είναι καιρός
Η τεθλασμένη των συνόρων μας
Να γίνει η αρμονία του κύκλου
Ν’ απλώνεται η καρδιά
Και να μένει άπλετος χώρος
Για όσα καταφρονέσαμε.

Ανοιχτά να ‘ναι
Το φως να βρίσκει το φως
Τα παιδιά μας ν’ αντικρίζουν τα έργα μας-
Άφοβα να βλέπουν
Στο κλάσμα της αστραπής
Το γονιό και την πατρίδα τους την πρώτη.

Δημήτρης Μιχαλάκος



Μην καρτεράτε
να λυγίσουμε
ούτε για μια στιγμή.
Μηδ’ όσο
στην κακοκαιριά
λυγάει το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
μα πάρα πολύ αγαπήσει.

Φώτης Αγγουλές



ΓEPMANIKO EΓXEIPIΔIO ΠOΛEMOY
(απόσπασμα)

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά
θεωρούνε ταπεινό να μιλάς για το φαΐ.
O λόγος: έχουνε κιόλας φάει.

Οι ταπεινοί αφήνουνε τον κόσμο
χωρίς να 'χουνε δοκιμάσει
κρέας της προκοπής.

Πώς ν' αναρωτηθούν πούθ' έρχονται
και πού πηγαίνουν;
Είναι, τα όμορφα δειλινά.
τόσο αποκαμωμένοι.

Το βουνό και την πλατιά τη θάλασσα
δεν τα 'χουνε ακόμα δει
όταν σημαίνει η ώρα τους.

Αν δε νοιαστούν οι ταπεινοί
γι' αυτό που είναι ταπεινό
ποτέ δε θα υψωθούν.


ΠOΛΛOI ΛATPEYOYNE THN TAΞH

Πολλοί λατρεύουνε την τάξη. Για να φάνε βάζουν
τραπεζομάντηλο απάνω στο τραπέζι, αν έχουν, ή σκουπίζουν
με το χέρι τους τα ψίχουλα, όταν
το χέρι τους δεν είναι κουρασμένο. Αλλά το τραπέζι τους στήνεται,
και το σπίτι τους επίσης, σ' έναν κόσμο που ολοένα βουλιάζει μες
στο βούρκο.
A, τα συρτάρια τους θα 'ναι πεντακάθαρα. Όμως στην άκρια
της πόλης
βρίσκεται το εργοστάσιο που κόκαλα αλέθει, η ματωμένη
γεννήτρα της υπεραξίας! A, τι ωφελεί,
χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη, να κρατάς
τα νύχια των χεριών σου καθαρά;

Μπερτολτ Μπρέχτ



ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ ΣΕ ΑΤΟΜΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Πήραμε τα σπίτια σειρά και δεν είχαν
ένα ρόδο στα τζάμια τους. Περπατώντας ακούσαμε
τις φωνές των παιδιών, μουσκεμένες, παράφωνες,
γιομάτες ραγίσματα. Οι μηχανές απειλούσαν
στα εργοστάσια τους φίλους μας – κι ύστερα,
τόσα χέρια στον κόσμο, χωρίς λίγο χώμα,
να φυτέψουν το σπόρο τους, να πλάσουνε κάτι,
να δέσουν το εγώ τους με τούτο τον κόσμο,
με τούτο το φως. Κι απάνω τους έτοιμο
το κοβάλτιο. Το μαύρο του στόμιο
χάσκει σαν άβυσσο – έχει
τη γης όλη απέναντι.
(Υπάρχουν σοφοί που σκάφτουν τον ήλιο με ακάθαρτα χέρια.
Μην εμπιστεύεστε. Μόνο η αγάπη είναι σοφή).

Νικηφόρος Βρεττάκος




ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ‘χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. – Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα
σπίρτο
να φωτήσει τον κόσμο»

Νικηφόρος Βρεττάκος


Μετά

Mάρτυρες για τα λάθη σου δεν είχες. Mόνος μάρτυρας
ο ίδιος εσύ. Τα τακτοποίησες, τα μονόγραψες, τα σφράγισες
σε λευκούς πάντοτε φακέλους σα να ετοίμαζες
τη δίκαιη διαθήκη σου. Ύστερα
τα τοποθέτησες προσεχτικά στα ράφια. Τώρα, γαλήνιος,
(ίσως και κάπως φοβισμένος) ούτε βιάζεσαι
ούτε καθυστερείς, γνωρίζοντας ότι, μετά το θάνατό σου,
θ' ανακαλύψουμε πόσον ωραίος ήσουν,
πόσο πολύ πιο ωραίος πέρα απ' τις αρετές σου.

Ρίτσος Γιάννης
Aθήνα, 16.1.1988



Ακόμη μια νύχτα

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.

Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.

Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.

Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι.

Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους


Τάκης Σινόπουλος



Ανάσταση

Να τ’ η μεγάλη νύχτα! Καλή νύχτα!
Ψηλά το κυπαρίσσι σε καλεί.
-Έλα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις
μάιδε να θυμηθείς και να ξεχάσεις.

Πατρίδα; Πουλημένη στο σφυρί!
Λεφτεριά; Με χαλκάδες δεν μπορεί!
Παιδιά; Που τα ‘χει ας κλαίει μέχρι θανάτου,
Θα ‘ναι σκλαβ’ ή προδότες τα ορφανά του!

Εισ’ άδειος ήσκιος μέσα σ’ όλα τ’ άδεια.
Δεν είναι τόσο μάβρα τα σκοτάδια
του τάφου, όσο τα φέγγη της ημέρας,
τα φέγγη της σκλαβιάς και της φοβέρας.

Πιο σίχαμ’ απ’ το κάθε γης σκουλήκι,
οι θεόμορφοι δυνάστες σου και λύκοι.
Μη λες αφανισμό το θάνατό σου,
αφού δε ζούσες για τον εαφτό σου.

Αν έκανες το χρέος σου στο λαό,
σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιό
την πάσαν ατιμία να συνεπάρει,
μ’ άλλους πολλούς θα ‘χει κ’ εσέ μπροστάρη.

Κώστας Βάρναλης


Ώρα καλή

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή,
που φεύγετε απ’ την άβυσσο και για τον ήλιο πάτε,
την αλυσίδα μου κρατώ μη σέρνεται και κρουταλεί,
ν’ ακούσω το τραγούδι σας, καθώς περνάτε.

Βάλτε ρυθμό στο βήμα σας και στο τραγούδι σας θυμό.
Ξυπόλυτοι περάσαμε της δυστυχίας τον ποταμό,
κι ήταν το ρέμα δυνατό και θυμωμένη η Λάμια,
κι είχε ριγμένα στο βυθό, κοπανισμένα τζάμια.

Ώρα καλή συνταξιδιώτες, ώρα σας καλή.
Κεντώ στο μισοσκόταδο έναν ήλιο για κονκάρδα,
την αλυσίδα μου κρατώ, μη σέρνεται και κρουταλεί,
απόψε, που σταυρώνεται σαν το Χριστό, η Ελλάδα.

Φώτης Αγγουλές



Επιστροφή

Να ‘μαι ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω
πολλά, μα πριν σας τραγουδήσω,
Πού είν’ τα κρίνα; Πού είν’ τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμήσω.



Επίλογος

Το σπαραγμό σου Ελλάδα μου, ποια νύχτα θα μου κρύψει;
Ποιος πόνος θα μου πει;
Ξεπέρασα τον πόνο πια και τη βαθιά σου θλίψη,
κι έφτασα στη σιωπή.
Και στέκω εμπρός σ’ ένα σωρό ρημάδια και συντρίμμια,
κι ούτε μια δέηση να πω μπορώ, ούτε μια βλαστήμια.

Φώτης Αγγουλές



Καίγουνται

Αυτούς εγώ που τραγουδώ, δεν έχουνε φτερά.
Δεν τους μεθά καμιά φυγή, δεν τους τραβούν τ’ αστέρια,
έχουνε μια ζεστή καρδιά, δυο ροζιασμένα χέρια,
κι είναι δεμένοι με τη γη.

Απ’ της αυγής το χάραγμα, ως του βραδιού τα θάμπη,
μοχθούν για δυο πικρές ελιές, και μια μπουκιά ψωμί,
ιδρώνουν κι απ’ τον ίδρω τους ανθοβολούνε οι κάμποι,
καίγουνται κι απ’ τις φλόγες τους φωτίζεται η ζωή.

Φώτης Αγγουλές


Οι μοιραίοι
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,μες σε καπνούς και σε βρισιές,(απάνου εστρίγγλιζε η λατέρνα)όλη η παραία πίναμε εψές,εψές, σαν όλα τα βραδάκια,να πάνε κάτου τα φαρμάκια.
Σφιγγόταν ο ένας πλάι στον άλλοκαι κάπου εφτυούσε καταγής,ω! πόσο βάσανο μεγάλοτο βάσανο είναι της ζωής!Όσο κι ο νους αν τυραννιέταιάσπρην ημέρα δε θυμιέται!
(Ήλιε και θάλασσα γαλάζακαι βάθος του άσωτου ουρανού,ω! της αυγής κροκάτη γάζαγαρούφαλλα του δειλινού,λάμπετε-σβήνετε μακριά μας,χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!)
Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκαπαράλυτος - ίδιο στοιχιότου άλλου κοντόμερη η γυναίκαστο σπίτι λιώνει από χτικιό,στο Παλαμίδι ο γυιός του Μάζηκ' η κόρη του γιαβή στο Γκάζι.
-Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!-Φταίει ο θεός που μας μισεί!-Φταίει το κεφάλι το κακό μας!-Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!"ποιος φταίει; Ποιος φταίει;... κανένα στόμαδεν τόβρε και δεν τόπε ακόμα.
Έτσι, στην σκοτεινή ταβέρναπίνουμε πάντα μας σκυφτοί,σαν τα σκουλήκια κάθε φτέρναόπου μας εύρει, μας πατεί:δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα!προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

Κώστας Βάρναλης

Με εκλογές εν όψη

Βάρδα να δράσωμε κι εμείς για τα...συμφεροντάκια μας,
Βάρδα να διορίσωμε και τα .... πατριωτάκια μας,
Βάρδα κι εμείς να κόψωμε,
Βάρδα κι εμείς να ράψωμε,
Κι αυτούς που δεν χωνεύομε με μιας να τους προγράψωμε!
Και ...κίτρινα υβριστικά «πανιά» να ξεδιπλώσωμε,
Κι έπειτα τις αρίδες μας στον... ίσκιο τους ν απλώσωμε!

Μ αυτά δεν θα προκόψει ..

Με χαιρετάς στον δρόμο,
Και με χτυπάς στον ώμο,
Μα εγώ θα σε μαυρίσω,
Στο λέω μπρός και πίσω!

Και αν άμαξα μου δώσεις
Με ολόχρυσο λακέ,
Κι αν όλον με χρυσώσεις,
Θα φάς τον ... τενεκέ.

Μαύρο λοιπόν κι ο μασκαράς,
Ο ... τάδε και ο ...δείνας!

Παρά την πλάνη και τη ζάλη...

Τα πάντα πλάνη και ψευτιά και
...λόγια, λόγια, λόγια!
Μα οι τρελλοί κι οι φρόνιμοι τα δένουν ...κομπολόγια! ...
Νομίζω πως ευρίσκομαι εις κόσμον ... εξ αγγέλων,
Και θλίβομαι για το παρόν, μα ελπίζω για το μέλλον!...

Και επίλογο...στο χάλι!

Πάνε πονηριές και δόλοι,
Και σωφρώνως λένε όλοι,
Πως θα βάλουν πλέον παύλα,
Στα σημερινά τα φαύλα!

Σκατά εδώ, σκατά εκεί, σκατά κι ο κόσμος όλος
κι απ΄τα πολλά πια τα σκατά μου πιάστηκε κι ο κώλος.
Έρχεται ο ένας ο σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
σαν φύγει όμως βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε.

Ειλικρινά υμέτερος,
Γ. Σουρής

Οι πόνοι της Παναγιάς
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τοσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά,θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.

Tη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι

Kι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!
Θεριά οι ανθρώποι, δε μπορούν το φως να το σηκώσουν!
Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!

Κώστας Βάρναλης


ΤυχερόςΑνεμοδέρνουν μέρα νύχτα απάνουσε στύλους σταυροσήμαδα φτερά σου,να γελιέσαι πως είν' Ελλάδα ο τόπος.Μα δίπλα τ' αγκαλιάζει να τα σπάσειτου ξένου η αστερομάτισσα κατάρα.Aν φαρμάκωνε μόνη τον αέρα,ίσως, ραγιά να ξύπναες κάποιαν ώρα:«Στη χώρ 'αυτή που τηνε λέω δικιά μουξένος είμαι και τυχερός που ζω!»Κώστας Βάρναλης
ΤΟ ΣΚΑΚΙ Έλα να παίξουμε.Θα σου χαρίσω τη βασίλισσά μου(Ήταν για μένα μια φορά η αγαπημένη)Τώρα δεν έχω πια αγαπημένη)Θα σου χαρίσω τους πύργους μου(Τώρα πια δεν πυροβολώ τους φίλους μουΈχουν πεθάνει καιρό πριν από μένα)Κι ο βασιλιάς αυτός δεν ήτανε ποτέ δικός μουΚι ύστερα τόσους στρατιώτες τι τους θέλω;(Τραβάνε μπρος, τυφλοί, χωρίς καν όνειρα)Όλα, και τ' άλογά μου θα σ' τα δώσωΜονάχα ετούτον τον τρελό μου θα κρατήσωΠου ξέρει μόνο σ' ένα χρώμα να πηγαίνειΔρασκελώντας τη μια άκρη ως την άλληΓελώντας μπρος στις τόσες πανοπλίες σουΜπαίνοντας μέσα στις γραμμές σου ξαφνικάΑναστατώνοντας τις στέρεες παρατάξεις.Κι αυτή δεν έχει τέλος η παρτίδα.Μανόλης Αναγνωστάκης
«Η μπαλάντα του Ούρι»Ουρανέόχι δε θα πω το ναιουρανέφίλε μακρινέ.Πώς να δεχτώάλλης αγκαλιάς τη στοργήπώς να δεχτώμάνα μου είναι η γη.Πως ν’ αρνηθώτης ζωής το φως το ξανθόαχ ουρανέπόνε μακρινέ.Κάθε δειλινόκοιτώ τον ουρανότο γαλανόκι ακούω μια φωνήκαμπάνα γιορτινήνα με παρακινεί.Κάθε Κυριακήμου λέει να πάω εκείεκεί εκείπου χτίζουνε φωλιάαλλόκοτα πουλιάστου ήλιου τα σκαλιά.Κάθε δειλινόκοιτώ τον ουρανότο γαλανόκαι μια φωνή τρελήσα χάδι κι απειλήκοντά της με καλεί.Κάθε Κυριακήμου λέει να πάω εκείεκεί εκείμου τάζει ωκεανούςκομήτες μακρινούςκαι ό, τι βάζει ο νους.Νίκος Γκάτσος



Κι ήθελε ακόμη

Κι ήθελε ακόμη πολύ
φως να ξημερώσει. Όμως
εγώ
Δεν παραδέχτηκα την
ήττα. Έβλεπα τώρα
Πόσα κρυμμένα τιμαλφή
έπρεπε να σώσω
Πόσες φωλιές νερού να
συντηρήσω μέσα στις
φλόγες.
Μιλάτε, δείχνετε
πληγές αλλόφρονες
στους δρόμους
Τον πανικό που
στραγγαλίζει την
καρδιά σας σα σημαία
Καρφώσατε σ' εξώστες,
με σπουδή φορτώσατε το
εμπόρευμα
Η πρόγνωσις σας
ασφαλής: Θα πέσει η
πόλις.
Εκεί, προσεχτικά, σε
μια γωνιά, μαζεύω με
τάξη,
Φράζω με σύνεση το
τελευταίο μου φυλάκιο
Κρεμώ κομμένα χέρια
στους τοίχους, στολίζω
Με τα κομμένα κρανία
τα παράθυρα, πλέκω
Με κομμένα μαλλιά το
δίχτυ μου και
περιμένω.
'Όρθιος και μόνος σαν
και πρώτα περιμένω.

Μανόλης Αναγνωστάκης


Ποιητική

― Προδίδετε πάλι την
Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση
του Ανθρώπου
Την χρησιμοποιείτε
πάλι ως μέσον,
υποζύγιον
Των σκοτεινών
επιδιώξεών σας
Eν πλήρει γνώσει της
ζημίας που προκαλείτε
Mε το παράδειγμά σας
στους νεωτέρους.

― Το τί δ ε ν πρόδωσες ε
σ ύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου,
χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα
υπάρχοντά σας
ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές
και τα λαϊκά παζάρια
Kαι μείνατε χωρίς
μάτια για να βλέπετε,
χωρίς αυτιά
N' ακούτε, με
σφραγισμένα στόματα
και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα
ιερά μάς εγκαλείτε;

Ξέρω: κηρύγματα και
ρητορείες πάλι, θα
πεις.
Έ ναι λοιπόν! Kηρύγματα
και ρητορείες.

Σαν π ρ ό κ ε ς πρέπει να
καρφώνονται οι λέξεις

Nα μην τις παίρνει ο
άνεμος.

Μανόλης Αναγνωστάκης



ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΜΑΧΗΣ

Η αμαξοστοιχία με τους στρατιώτες ανέβαινε προς τα σύνορα,
με πυροβόλα, εμβατήρια, θυρεούς, και σημαίες. Μια δεύτερη,
την ίδια στιγμή, κατεβαίνοντας, έφτανε κιόλας εκεί
που χωρίζει τους λόφους ένα αθώο ποτάμι. Η μάχη
θα δινότανε την αυγή. Ετοιμάζανε τα τουφέκια τους
οι νέοι στρατιώτες – κι απ’ τις δυο πλευρές.

Αν μπορούσα τη νύχτα, αν είχα
χτίσει δύο τοίχους κι είχα ρίξει μια στέγη,
θα τους έβγαζα τότε τις στολές της εθνότητας,
θα τους έβαζα έπειτα στη γραμμή και μετά,
Ένα – δύο, εν – δυο, θα τους έπαιρνα σπίτι μου.

Νικηφόρος Βρεττάκος



ΤΟ «ΑΝ» ΤΟΥ ΚΙΠΛΙΓΚ
(παρωδία)

Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη·
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι οι άλλοι δε σε πιστεύουν·
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων·
κι αν το κακό, που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις
κι αν σ’ όσα ψέματα σου λεν με πιότερ’ απανταίνεις·
κι αν να μισείς εφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.

Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο·
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυο ξετσίπωτα προδίνεις·
αν ό,τι γράφεις κι ό,τι λες, το ξαναλέν κ’ οι άλλοι
γι αληθινό – να παγιδέβουν τον κουτό κοσμάκη·
αν λόγια κ’ έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά και συ ξαναμολάς καινούριον.

Αν όσα κέρδισες μπορείς να πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις·
κι αν να πλερώνεις την πεντάρα, που χρωστάς, αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ‘χεις·
αν η καρδιά, τα νέβρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν·
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμένος
κι όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!

Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυο λυγάς τη μέση·
κι αν μήτε φίλους μητ’ εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν·
αν δεν αφήνεις εφκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνέβει,
δικιά σου θα ‘ναι τούτ’ η Γης, μ’ όλα τα κάλλη που ‘χει
κ’ έξοχος θα σαι Κύριος, αλλ’ Ά ν θ ρ ω π ο ς δε θα ‘σαι!

Κώστας Βάρναλης



Αγαπητοί/ές φίλοι/ες.
Παγκόσμια μέρα του παιδιού χθες, συνεχίζουμε με ένα σατυρικό ποίημα.



Ο ΚΥΡ ΔΑΜΩΝ ΠΕΡΙΚΛΗΣ
(Αφιερωμένο σε όλους τους εκπαιδευτικούς)

Ο κυρ Δάμων Περικλής, άνθρωπος των γραμμάτων,
σχολικός επιθεωρητής,
ξεκινάει μια πρωία για να επιθεωρήσει
τα σχολειά στην επαρχία.

Βάζει μπρος την αμαξάρα, παίρνει χάρτη και γυαλιά και ακούγοντας Νταλάρα,
όλος κέφι και τραγούδι, βγαίνει έξω από την πόλη,
με κατεύθυνση Αργοστόλι.

Τον βοηθάει και η μέρα, ήλιος λάμπει,
στα κλαδιά κελαηδάνε τα πουλιά.
Το τοπίο μια μαγεία κι ο κυρ Δάμων Περικλής
νιώθει πέραν ευτυχής.

Χωραφόδρομο πατάει και τον χάρτη του κοιτάει. Ξάφνου μέσα στη σιωπή, ένα «μπαμ» τρομαχτικό
και το αμάξι του κυρ Δάμων
σταματάει στο λεπτό.

Βγαίνει έξω ο Περικλής. Το κεφάλι του σαστίζει.
« Τι 'ναι τούτο που καπνίζει;»
Τεχνικά είναι αμαθής. Τον πιέζει και η ώρα.
Σκέφτεται: «Τι κάνω τώρα;»

Ακούει σφύριγμα κεφάτο κι ένα αγόρι —κάπου εννιά—, χαιρετάει τον Περικλή.
Τον ρωτάει τι έχει συμβεί. Πάει ανοίγει το καπό.
«Να του ρίξω μια ματιά;»

Με δυο-τρεις χειρονομίες, άγνωστες στον Περικλή.
«Ξαναδοκιμάστε τώρα»,
παίρνει μπρος η μηχανή.
Και ο κυρ Δάμων —το μυαλό—
με το στόμα ανοιχτό.

«Μα εσύ είσαι μεγαλείο! Σκέτο «ζενί*» της τεχνικής.
Δεν πηγαίνεις στο σχολείο;»

Και ο μικρούλης όλο μπρίο.
«Μόνο σήμερα δεν πήγα,
θα 'ρθει επιθεωρητής.
Γι' αυτό ο δάσκαλος, ο κύριος Κράξης,
έδιωξε όλους τους χαζούς της τάξης».



Σχήμα της απουσίας I

Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.

Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο ―

Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.


Γιάννης Ρίτσος

(από τα Ποιήματα 1930-1960, B΄, Kέδρος 1961)


Στα δικά σου τα σχολεία

Στα δικά σου τα σχολεία
είμ' από μικρό παιδί
μα ούτε ανάγνωση γνωρίζω
ούτε δυστυχώς γραφή.

Σαν το γάλα της μητέρας
που φαρμάκωσε παιδί
έτσι μοιάζει κι ο αέρας
που μας έδωσες εσύ.

Στα δικά σου τα σχολεία
πέρασε πολύς λαός
τ' όνομά σου "κοινωνία"
το ψευδώνυμο "καημός".

Μάνος Ελευθερίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: