«Είναι σα να ‘ταν χθες που ο Ευαγόρας σταμάτησε δίπλα μου, πάνω στο ποδήλατό του, κρατώντας τους δίσκους γραμμοφώνου του. Ήταν η απαρχή μιας ανόθευτης αγάπης, ενός ειδυλλίου όμορφου, αγνού, ρομαντικού, με γαρύφαλλα, με περιπάτους στον κήπο, με ποιήματα… Είμαι 82 χρόνων και 67 χρόνια τον σκέφτομαι κάθε μέρα».
Θυμάμαι πόσο είχα κατασυγκινηθεί πριν από τρία χρόνια εξαιτίας της σπανιότατης συνέντευξης – ντοκουμέντο που μάς είχε παραχωρήσει στον «Φ» η Λύα Χατζηαδάμου Βότση, η γυναίκα για την οποία έγραψε όλα σχεδόν τα ερωτικά ποιήματά του ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης∙ είχε μιλήσει στον Γιάννη Χατζηγεωργίου, μαέστρο τέτοιων ψυχογραφιών. Όχι ότι θέλω και πολύ για να βουρκώσω τελευταίως, μα εκείνη τη συγκίνηση την κουβαλούσα όλη την εβδομάδα. Δεν ήταν μόνο τα όσα έλεγε η γυναίκα αυτή. Ήταν και το υλικό, οι φωτογραφίες, τα γράμματα, τα ποιήματα, που έπρεπε να δω και να διαβάσω για να επιλέξω αυτά που θα «έντυναν» στην εφημερίδα τη συνέντευξη. Διάβασα δεκάδες ερωτικά ποιήματα καθώς και πάρα πολλά προσωπικά γράμματα που της είχε στείλει. Και είχα βρεθεί να παρακολουθώ να εξελίσσεται μια σχέση όμορφη, ρομαντική, αγνή, πλατωνική ανάμεσα σε δύο νέους, σε δύο έφηβους… Μαζί με όλο αυτό το παιχνίδι που «επιβάλλει» ο έρωτας, με τις αντιζηλίες, τις κόντρες, τα πειράγματα, το πάθος… τη σεμνότητα. Και δεν ήταν μόνο οι στίχοι στα ερωτικά ποιήματα του και οι λέξεις στα γράμματα του που με συγκίνησαν. Δεν ήταν μόνο εκείνο το θυελλώδες «Σ’ αγαπώ και σε μισώ», τα «Φλογισμένα Χείλια» ή το αριστουργηματικό «Μικρή Λωρήν»! Ήταν και οι σημειώσεις του. Κυρίως αυτές! Σε πολλά από τα ποιήματα και τις επιστολές του, έγραφε σημειώσεις και υστερόγραφα. Στο κάτω μέρος της σελίδας, στο πλευρό, διαγώνια… Όπου εκεί βλέπεις έναν άλλον Ευαγόρα. Όχι τον ποιητή. Και βεβαίως, ούτε τον ήρωα. Άλλα ένα παιδί. Ένα αγόρι 17-18 χρόνων, απόλυτα γήινο! «Αν ήσουν εδώ, θα σου το τραγουδούσα» γράφει στη Λύα, στο τέλος ενός ποιήματος – εξομολόγησης. «Πόσο θα θελ’ αλήθεια να γενεί το όνειρό μου και για πάντα στον κόσμο, νασ’ εσύ το μωρό μου», γράφει σε ένα άλλο. Στο τέλος ενός γράμματος «…για κάποια όνειρα που σβήσανε… κάποιον έρωτα που χάθηκε..», σημειώνει: «Τέλος πάντων… κανονίζομέντα… εχτός που, αν: είσαι πελλή. Παραδέχτου ρε αδερφέ…». Κάτω από έναν παιχνιδιάρικο στίχο που λέει «Έχει νομίζω πράσινα τα μάτια και φλογίζουν/ και κάτι άλλα πι’ όμορφα που την καρδιά ραγίζουν», της επισημαίνει: «Απ’ του στίχου τον σχηματισμό παρασυρμένος… παρασύρομαι. Μην θυμώσεις». Στο τέλος, πάλι, ενός ποιήματος που μιλά για τη δειλία που δεν πρέπει να υπάρχει μπροστά στον έρωτα, γράφει: «Συμβούλευα τους άλλους να μιλούνε και στη δειλία τους να μην υποχωρούν. Κι όμως εγώ, τόσο εδείλιαζα, π’ ακόμα τα χείλια μου δεν άγγιξα σε στόμα»…
Με συγκλονίζει, ξέρετε, αυτή, η καμωμένη από χώμα και νερό, η γήινη μορφή. Πολύ περισσότερο από τη «θεία» υπόσταση που προσδίδουμε σ’ έναν ήρωα. Καθετί που αφήνει να φανεί η ανθρώπινη φύση πίσω από την αψεγάδιαστη ηρωική φιγούρα. Συγκλονίζομαι, συγκινούμαι, πενθώ. Τους θέλουμε αποκλειστικά και μόνο – και έτσι τους εμφανίζουμε – γιγαντιαίων διαστάσεων. Θρυλικούς! Τέλειους! Ατρόμητους! Το πορτρέτο πρέπει να είναι διαρκώς ολόφωτο. Καμιά «σκιά». Καμιά αδυναμία. Δεν τους «επιτρέπουμε» να είναι… ανθρώπινοι. Μόνο ως υπερήρωες των τυπικών, μεγαλόστομων εθνικών λόγων, υπάρχουν. Θεοποιημένοι! Μα, αναλογιστείτε τούτο. Πηγαίνετε για λίγο στον Κήπο της Γεσθημανής και αναλογιστείτε. Εάν ο ίδιος ο βιβλικός Ιησούς, ο Θεός του Ευαγγελίου, εμφανίζεται να αγωνιά, να δειλιάζει – «Πάτερ, ει βούλει παρενεγκείν τούτο το ποτήριον απ’ εμού…» – και, ναι, να λυγίζει! «Εγένετο δέ ο ιδρώς αυτού ώσεί θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες επί την γην»! Και φέρτε μετά στη σκέψη σας αυτούς τους ανθρώπους. Σκεφτείτε τον Ευαγόρα να απευθύνεται στη Λύα: «Έχει 3-4 εβδομάδες να πάρω γράμμα σου. Αυτό θα συνεχιστεί επ’ αόριστον, διότι διεκόπη διά λόγους συλλήψεως η συγκοινωνία. Εγώ θα σου γράφω μόλις εύρω καιρώ – ασχέτως αν δεν πέρνω απάντησιν…». Ένα ευαίσθητο παιδί, που αγαπά τη ζωή και την ελευθερία του. Και που όταν μιλά για αγάπη προς την Ελλάδα, την τοποθετεί –προσέξτε- στο ίδιο επίπεδο με την αγάπη για την κοπέλα του. Σκεφτείτε τον Γρηγόρη Αυξεντίου και την μεγάλη του αγάπη προς την Φιλολογία. Τέτοια, που όταν αποτυγχάνει να μπει στη Σχολή Ευέλπιδων, γράφει στον πατέρα του: «Να γραφτώ στο Πανεπιστήμιο, που ήταν το όνειρό μου;». Και ακολούθως, ενώ γράφεται στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, παράλληλα ξεκινά να παρακολουθεί μαθήματα φιλολογίας…
Επιπλέον, γενικά μιλώ τώρα, όχι ειδικά γι’ αυτούς στους οποίους αναφέρθηκα, συχνά πίσω από έναν ήρωα κρύβεται μια ανείπωτη ιστορία. Που την ξέρουν ελάχιστοι. Και που την ψιθυρίζουν ακόμα λιγότεροι. Μια λέξη, μια πράξη, ένα περιστατικό… Που τους κάνει ακόμα πιο γήινους, πιο ανθρώπινους. Μα αποσιωπάτε. Αυτή η όποια ανείπωτη ιστορία, ας μην παρεξηγηθώ παρακαλώ, σε καμιά περίπτωση δεν μειώνει τη λεβεντιά τους, την ανιδιοτέλεια και την τόλμη τους. Απεναντίας. Προσθέτει! Διότι ανακαλύπτεις ότι ήσαν… «τέλειοι άνθρωποι»! Που αγωνιούν, που δειλιάζουν, που φοβούνται, που λυγίζουν, που ελπίζουν. Όπως ακριβώς και ο βιβλικός Ιησούς. Όμως στη ζωή, φαίνεται να έχουμε ανάγκη από ήρωες, περισσότερους ήρωες. Και Θεούς. Μα τους «τέλειους ανθρώπους», εγώ τους αγαπώ περισσότερο!
3 Μαρτίου σήμερα. Ανήμερα της επετείου του θανάτου του Αυξεντίου. Σε λίγες μέρες, στις 14, του Παλληκαρίδη. Ο Γρηγόρης ήταν μόλις 29! Ο Ευαγόρας δέκα χρόνια μικρότερος, στα 19! Φλεβάρη γεννημένοι και οι δύο. Νεκροί και οι δυο τους, τον Μάρτιο. Ιχθύες στο ζώδιο αμφότεροι. Δεν ξέρω αν τους ενδιέφεραν οι αστρολογικές προβλέψεις τότε, αν υπήρχαν καν αστρολογικές προβλέψεις και αν τους ενδιέφερε να μαθαίνουν για το ζώδιό τους, τυπικά έστω, όπως οι περισσότεροι από εμάς…
Μακάρι ο κόσμος να μην χρειαζόταν ήρωες – χόρτασε η γη. Να ζούσαν οι άνθρωποι τις ζωές τους. Τις χάρες, μα και τα πάθη τους. Να γελούσαν, να ερωτεύονταν, να δημιουργούσαν…
Πηγή: https://www.philenews.com/apopsis/arthra-apo-f/article/1444798/ide-o-anthropos/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου