Αν υπάρχει μια διατύπωση, ενοχλητική η οποία μου σπάει τα νεύρα περισσότερο από τις άλλες του είδους, είναι το «άντε και το κάναμε, τι θα γίνει;».
Είναι μια διατύπωση – τρόπος ζωής στην Κύπρο, συνήθως ως δικαιολογία για την απραξία μας. Είτε μιλάμε για το Κυπριακό, είτε για κάτι άλλο. Τη διαφθορά επί παραδείγματι. Αλλά και άλλα, πολλά.
Έχω κουραστεί -ίσως να μην έχω κουραστεί και τόσο για να το ξαναγράφω και σήμερα αλλά έστω- να απαντώ σ’ αυτό το άθλια μοιρολατρικό ερώτημα, η απάντηση στο οποίο θεωρώ ότι είναι αυτονόητη όταν κάποιος έχει σωστή αντίληψη των μεγεθών. Κυρίως δε του δικού, σε σχέση με τα γύρω του, άλλα.
Τι εννοώ; Όταν κανείς αντιλαμβάνεται σωστά τα μεγέθη, αρχίζοντας από την ασημαντότητα του μεγέθους του καθενός μας στην απεραντοσύνη του κόσμου, καταλαβαίνει πως η απάντηση στο ερώτημα «άντε και το κάναμε, τι θα γίνει;», είναι μία, είναι απλή, είναι κυνική αλλά πάνω από όλα είναι δίκαιη.
Και είναι αυτή: τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.
Όταν κάποιος περιμένει, προκειμένου να κάνει κάτι ή να δικαιολογήσει την απόφασή του για να μην κάνει κάτι, να του εξηγήσουν ή έστω να καταλάβει ο ίδιος πώς μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, τότε τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει. Διότι τον κόσμο δεν τον αλλάζει κανείς από εμάς μόνος του. Αυτό που μας αναλογεί είναι αυτό που αναλογεί στο μέγεθός μας. Η ψηφίδα στην εικόνα η οποία από μόνη της δεν φαίνεται και δεν έχει σημασία μέχρι να βρεθεί με άλλες και να παράξει αποτέλεσμα.
Κάποτε υπάρχουν και σπουδαίες ψηφίδες, ναι, οι οποίες καταφέρνουν να φανούν από μόνες τους. Σπάνια. Η τραγωδία όμως του ανθρώπινου είδους, ειδικά σε αυτή την εποχή της άκρατης αυτοαναφορικότητας (το παρόν κείμενο, καλή ώρα…), είναι πως οι πλείστες από τις υπόλοιπες ψηφίδες περνούν τον χρόνο που τους αναλογεί πριν σβήσουν από την εικόνα, περιμένοντας ότι κάποτε θα λάμψουν από μόνες τους. Ζουν δυστυχείς και κάθε φορά που κάποιος τις προτρέπει να κάνουν κάτι απαντούν με το: «Άντε και το κάναμε, τι θα γίνει;»
Πιο θλιβερός πεθαίνεις. Ή έτσι θλιβερός πεθαίνει συνήθως ο άνθρωπος ο οποίος αν δεν μπορεί να αλλάξει μόνος του τον κόσμο δεν βλέπει τον λόγο γιατί να προσπαθεί για κάτι καλύτερο.
Την περασμένη εβδομάδα αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι 48 ωρών στην Κωνσταντινούπολη για να δω μια παράσταση την οποία οι φίλοι μου είχαν δει σε διαστήματα που εγώ έλειπα από την Κύπρο και έτσι δεν μπόρεσα να βρω κάποιον για να πάω να τη δω. Αντίθετα με το τι πιστεύουν πολλοί, είμαι ένας εξαιρετικά εσωστρεφής άνθρωπος και συν τοις άλλοις νιώθω μεγάλη ανασφάλεια να καθίσω μόνος σε μια αίθουσα για να δω μια παράσταση ή μια ταινία. Μου είναι αδιανόητο. Βλακώδες αλλά είναι.
Δεν θα γράψω πολλά για την όντως εκπληκτική παράσταση εδώ, το «Περιμένοντας τον Γκοντό / Godot’yu Beklerken», το πρώτο έργο ελληνοκυπριακού σχήματος -του «Αντίλογου»- το οποίο προσκλήθηκε στην Τουρκία και τελικά κέρδισε και δύο βραβεία: Καλύτερης σκηνοθεσίας για τον Κώστα Σιλβέστρο και Καλύτερου Ανδρικού Ρόλου από κοινού στους Γιώργο Κυριάκου και Ιζέλ Σεϊλανί. Κάτι αδιανόητο μέχρι το βράδυ της περασμένης Κυριακής. Και δεν θα το κάνω διότι ετοιμάζω ένα μεγάλο κομμάτι για το «Παράθυρο» του Πολίτη της (ερχόμενης) Κυριακής και φύλαξα όλα τα της παράστασης για εκεί.
Εδώ θέλω μόνο να καταθέσω τον συλλογισμό μου με αφορμή την ιδέα ενός ανθρώπου ο οποίος πήρε το αριστούργημα του Μπέκετ και το διασκεύασε, δούλεψε μαζί με τους άλλους του σχήματος με κλειστά τα οδοφράγματα στο μοναδικό σημείο στο οποίο μπορούσαν να συναντηθούν με ειδικές άδειες, το Σπίτι της Συνεργασίας απέναντι από το Λήδρα Πάλας, έφτιαξαν με τεράστιο κόπο ένα απίστευτο αποτέλεσμα και έζησαν τελικά να το δουν να μαγεύει και να συγκινεί τον κόσμο και στις δύο πλευρές του νησιού.
Και ξαφνικά, να πετυχαίνει το ακατόρθωτο. Να ανεβαίνει στην Τουρκία, με πρόσκληση και να κερδίζει βραβεία. Είναι μια από εκείνες τις στιγμές που ο Κώστας πρώτα και ακολούθως ο Γιώργος και ο Ιζέλ έλαμψαν ως ψηφίδες αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που έδωσαν την ψυχή τους για αυτή την παράσταση -η Χριστίνα που την ξέρω και οι άλλοι που δεν συγκράτησα τα ονόματά τους και απολογούμαι- απόλαυσαν εξίσου την εικόνα που σχηματίστηκε με τη δουλειά τους. Έστω κι αν κανείς δεν θα μάθει ποτέ για τις ώρες που πέρασαν και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όπως καθετί που πάει απέναντι στο ρεύμα και ως τέτοιο στην Κύπρο καθόλου ή ελαχίστως επιχορηγείται…
Άλλαξαν τον κόσμο; Όχι βέβαια! Και ο περισσότερος κόσμος στην Κύπρο δεν θα μάθει ποτέ γι’ αυτή τη σπουδαία στιγμή στο κυπριακό θέατρο. Όμως είμαι βέβαιος πως κανείς τους δεν θέλει να αλλάξει μόνος του τον κόσμο. Και ούτε το περιμένει.
Μέσα από αυτά τα μικρά και τα τεράστια των «χαμένων» ωρών και των κόπων για πολλούς, δεν απαντάται το ερώτημα «άντε και το κάναμε, τι θα γίνει;».
Απαντάται όμως το άλλο: Γιατί αξίζει να ζει και να προσπαθεί, αλήθεια, κανείς;
Είναι το αντίδοτο στη μιζέρια, τη μοιρολατρία και στο τέλος την κενότητα και τη δυστυχία της ζωής όλων όσων αρνούνται να προσπαθήσουν.
Και απλά, περιμένουν τον Γκοντό που δεν έρχεται ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου