
Όταν πεθάνει ένας καλλιτέχνης, οι ραδιοσταθμοί θυμούνται το έργο του κι αλλάζουν για λίγο το ρεπερτόριο που παίζουνε. Με αφορμή, λοιπόν, τον θάνατο του Γιάννη Μαρκόπουλου, ακούστηκαν κομμάτια τα οποία οι νεότεροι ίσως και να τα άκουγαν για πρώτη φορά.
Όπως τα τραγούδια από τον δίσκο «Μετανάστες» που κυκλοφόρησε το 1974.
Τη δεκαετία του ’70 οι Ελλαδίτες (κι οι Κύπριοι) ήταν οι οικονομικοί
μετανάστες της εποχής, το φτηνό εργατικό δυναμικό για τις φάμπρικες του
δυτικού κόσμου. Οι φάμπρικες δεν είχαν ακόμα μεταφερθεί στην Ασία. Τα
ρούχα δεν ήταν Made in China, Taiwan, Turkey…Οι αυτοκινητοβιομηχανίες
είχαν ακόμα την έδρα τους στην Ευρώπη και χρειάζονταν εργάτες. Κι η
Ελλάδα, μια φτωχή τότε χώρα, μπορούσε να προμηθεύει τις πλούσιες χώρες,
κυρίως τη Γερμανία, με ανθρώπινο δυναμικό.
Η μετανάστευση δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Έφευγε πρώτα η σύζυγος ή ο σύζυγος (ανάλογα με τις ανάγκες) άφηναν πίσω τα παιδιά τους στις γιαγιάδες και στους παππούδες πιστεύοντας πως ο χωρισμός θα κρατήσει για λίγο και θα είναι για καλό σκοπό. Να κερδίσουν όσα περισσότερο γίνεται, με θυσίες και στερήσεις, προσδοκώντας σε ένα καλύτερο αύριο. Άνθρωποι με ενσυναίσθηση –πριν ο όρος γίνει της μόδας– όπως ο Γιώργος Σκούρτης, έγραψαν στίχους που μιλούσαν για τον πόνο των μεταναστών. Τους στίχους του Σκούρτη μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος σε μια εποχή που κάθε σχεδόν οικογένεια είχε έναν μετανάστη. «Δουλεύω μπρος στη μηχανή/ Στη βάρδια δύο δέκα/ Κι από την πρώτη τη στιγμή/ Μου στείλανε τον ελεγκτή/ Να μου πετάξει στο αυτί/ Δυο λόγια νέτα σκέτα/
Άκουσε φίλε εμιγκρέ/ Ο χρόνος είναι χρήμα/ Με τους εργάτες μη μιλάς/
Την ώρα σου να την κρατάς/ Το γιο σου μην το λησμονάς/ Πεινάει κι είναι
κρίμα…». Ή «Μιλώ για τα παιδιά μου και ιδρώνω/ έχω ένα χρόνο να τα δω
και λιώνω/ Μου γράφει η γιαγιά τους πως ρωτάνε/ τα τρένα που ’ναι στο
σταθμό πού πάνε…». Ή «Σε ξένη χώρα μια βραδιά/ Εβρέθηκα στα ξαφνικά/ Με
μια φτερούγα στην καρδιά/ Και με πασπόρτ εργάτη/ Δεν ξέρω πώς να
περπατώ/ Και πώς τη γλώσσα να μιλώ/ Κρατιέμαι να μην τρελαθώ/ Αλλιώς μου
τα ’παν στο χωριό/ Εγώ δεν ήθελα να ’ρθω/ Μου είπαν θα βρω τον χρυσό/
Και βρήκα το φαρμάκι…».
Στη θέση των εμιγκρέδων σήμερα είναι άλλοι λαοί. Σριλανκέζες, Νεπαλέζες, Φιλιππινέζες αφήνουν τα παιδιά τους και εργάζονται στα σπίτια μας. Πακιστανοί, Αιγύπτιοι, Μπανγκλαντεζιανοί φροντίζουν τις κτηνοτροφικές μας φάρμες, στελεχώνουν τα μετόπισθεν σε φούρνους, σφαγεία, εστιατόρια… Ο στόχος, τότε και τώρα, είναι ίδιος: Καλύτερη ζωή. Κι η νοσταλγία, που μπορεί να είναι και πόνος, επίσης ίδια. Μαζί με τους και χιλιάδες άλλοι. «Άτυποι», «παράνομοι»… Με άτυπα συναισθήματα.
Πηγή: https://www.philenews.com/apopsis/arthra-apo-f/article/1329549/i-emigkredes-tote-ke-tora/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου