Παρασκευή 25 Απριλίου 2008

Ποίημα της εβδομάδας 69


Επιτάφιος (αποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσής του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,
βουίζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών - των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):



«Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου…
Πού πέταξε τ' αγόρι μου, πού πήγε, πού μ' αφήνει
χωρίς πουλάκι το κλουβί χωρίς νερό η κρήνη.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δεν θωρείς που κλαίω
και δεν σαλεύεις δεν γρικάς τα που πικρά σου λέω…»


«… Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν…»


«…Μέρα Μαγιού μου μίσεψες μέρα Μαγιού σε χάνω
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω

στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης.

Και με το δάχτυλο απλωτό μου τά΄δειχνες ένα ένα
Τα όσα γλυκά, τα όσα καλά κι αχνά και ροδισμένα

Και μου ιστορούσες με φωνή γλυκιά ζεστή κι αντρίκια
τόσα όσα μήτε του γιαλού δεν φτάνουν τα χαλίκια.

Και μου 'λεγες πως όλ' αυτά τα ωραία θα ’ναι δικά μας
και τώρα εσβήστης κι έσβησε το φέγγος κι η φωτιά μας…»


«…Ω Παναγιά μου, αν ήσουνα, καθώς εγώ, μητέρα,
βοήθεια στο γιο μου θάστελνες τον Άγγελο από πέρα.

Κι, αχ, Θε μου, Θε μου, αν ήσουν Θεός κι αν είμασταν παιδιά σου
θα πόναγες καθώς εγώ, τα δόλια πλάσματά σου.

Κι αν ήσουν δίκιος, δίκαια θα μοίραζες την πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί να φάει και να χορτάσει.

Γιε μου, καλά μου τάλεγε το γνωστικό σου αχείλι
κάθε φορά που ορμήνευε, κάθε φορά που εμίλει:

Εμεί ταγίζουμε ζωή στο χέρι : περιστέρι,
κ' εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι…»


«…Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει

Και δες, μ΄ανασηκώνουνε, χιλιάδες γιους ξανοίγω,
Μα, γιόκα μου, απ΄το πλάγι σου δε δύνουμαι να φύγω.

Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου εσύ κοιμήσου,
Κι εγώ τραβάω στ΄αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.

Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο,
Το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.

Γιε μου, στ΄αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
Σου πήρα το ντουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου…»

Γιάννης Ρίτσος

Δεν υπάρχουν σχόλια: