Παρασκευή 23 Αυγούστου 2024

Μια διαδρομή

 

Έφυγα χαράματα από την πρωτεύουσα και όδευσα προς Δυσμάς. Ψυχή θεού στον αυτοκινητόδρομο που με πήρε μέχρι τον Αστρομερίτη.

Θύμωσα, βλέποντας μια μεγάλη μαύρη πινακίδα που έγραφε: Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια… πού να ήξεραν τι βεβήλωση και για τις τρεις αξίες το μαύρο φόντο και ο παραλογισμός τους… ο λόγος του ταξιδιού μου ήταν ακριβώς αυτές οι τρεις λέξεις… αλλά με το δικό μου μάτι. Να δω όσο μπορώ την πατρίδα μου και να γιορτάσω μια οικογενειακή ονομαστική εορτή.

Πέρασα από το οδόφραγμα και άλλα αυτοκίνητα δικά μας μπροστά μου, μόνο που πολλά από αυτά δε συνέχισαν, άραξαν στον πρώτο σταθμό βενζίνης, δεν τους αδικώ, δεν τα βρίσκουμε κάτω από τις μουριές τα λεφτά μας, ας το δουν οι άρχοντες, φτηνά καύσιμα θέλουμε φτηνό ηλεκτρισμό, ναι για να ταξιδεύουμε να χαιρόμαστε τη ζωή μας, είναι κι αυτό από τα ανθρώπινά μας δικαιώματα…

Διέσχισα τη δυτική Μεσαορία με τα βουναλάκια της, καλημέρισα τον Αϊ Γιώργη τον Οριάτη, που προστατεύει τα όριά μας, χαμογέλασα στον άλλο της Ζώδιας που στέκει αγέρωχος στο ίδιο ύψος με το απέναντι τζαμί, και πήρα τον δρόμο των πορτοκαλεώνων… Ελιά, Καζιβερά, Πεντάγεια, Ξερός, Καραβοστάσι, θυμήθηκα τον πατέρα μου που δούλευε με τους Εγγλέζους στο νοσοκομείο της Πεντάγιας, ξαναπέρασε από μπροστά μου η κόκκινη θάλασσα, έβλεπα τις πυραμίδες της Κύπρου και άραξα στην αποβάθρα με το σκουριασμένο καράβι.

Τι ιστορία ο τόπος μας! Ο χαλκός η Σκουριώτισσα, το Απλίκι, το Μαυροβούνι, ο Γκάνθερ και οι Αμερικανοί, η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία, τι ιστορίες των μεταλλωρύχων, το καλαγκάθι, τι βάσανα, τα πνευμόνια του κόσμου που μέρα με τη μέρα τους έφερναν πιο κοντά στο θάνατο. Έβλεπα τα σκουριασμένα βαγόνια του σιδηρόδρομου που έφτιαξαν οι Άγγλοι για να μεταφέρουν τα πορτοκάλια και τα λεμόνια στα συσκευαστήρια του Βαρωσιού και από εκεί στα πέρατα της γης.

Σήμερα αγόρασα λεμόνια κίτρινα πασαλειμμένα με κερί για ν’ αντέξουν το ταξίδι από τη μακρινή Βραζιλία γιατί εμείς οι τόπακες, οι κατά τα άλλα ιδιοκτήτες της γης, δεν τα μαζεύουμε, δεν συμφέρει, είπαν. Τι κόσμος γίναμε, που μόνο περατικοί, όπως τους αποκαλεί ο Μαχαιράς,  μπορούν ν’ ασχοληθούν με τη γεωργία μας! Στα χωράφια του χωριού μου βλέπω μόνο Βιετναμέζες με τα μυτερά καπέλα τους να μαζεύουν λουβί. Κατά τα άλλα τους διώχνουμε, τους καταδιώκουμε τους κάνουμε τον βίο αβίωτο, αλλά δίχα τους δεν κάμνουμεν!

Το μνημείο που έφτιαξε ο τουρκικός στρατός κατοχής– και εκείνοι έφεραν και τοποθέτησαν εκεί ένα αεροπλάνο του πολέμου- με επανάφερε στην πραγματικότητα και συνέχισα τον δρόμο ακούγοντας τη Βρετού. Δεξιά και αριστερά μπακάλικα, όπως αυτά που είχαμε παλιά, φαρμακεία, κόσμος και κοσμάκης, μπήκα σε ένα καντούνι να δω αν υπάρχουν ακόμη τα σπιτάκια που έφτιαξε η Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία.

Μικρά καφενεία παραδοσιακά, ο ίδιος κόσμος, τάβλι και καφές πικρός, μου έδωσε η μυρωδιά των λαχματζιούν, σταμάτησα και πήρα ένα παρόλη τη γεύση που πρωινού σκόρδου. Το χάρηκα. Συνέχισα τον δρόμο μου, οδηγούσα κατά μήκος μιας θεσπέσιας θάλασσας, θυμήθηκα τον Μιχάλη Γεωργιάδη όταν φτιάχναμε μαζί το βιβλίο μας «Άποψη Γης – από ψυχής»- που μου μιλούσε για τα Μπάνια. Του οφείλω πολλά, ως Βαρωσιώτισσα, η περιοχή και οι ομορφιές της Μόρφου μού ήταν άγνωστες.

Στη δεξιά μεριά του δρόμου πάνω στα βουνά με ακολουθούν σταθερά το Αμπελικού, η Γαληνή, η νεκρή Βαρίσεια, χωριά για τους πολλούς άγνωστα, για εκείνους που ξέρουν τον ρόλο τους και τι έδωσαν, πολύτιμα. Καλημέρισα τον Άγιο Αυξίβιο, τον φαντάζομαι πάντα ως ένα όμορφο νεαρό, που στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο, που κατάφερε να το σκάσει από τη Ρώμη και τους γονιούς του που ήθελαν να τον παντρέψουν και έφτασε ένα πρωί στον Λιμνίτη όπου συνάντησε τον Μάρκο.

Τον βάφτισε και τον έκανε επίσκοπο των Σόλων… έρρεε νεράκι η ιστορία του τόπου μας, 7ος αιώνας αραβικές επιδρομές, η περίφημη επιγραφή που βρέθηκε στη βασιλική από τους Καναδούς, που μας άνοιξε τα μάτια με αριθμούς και περιγραφές. Πέρασα από τον Ποταμό του Κάμπου, δεν ξέρω γιατί μου αρέσει να λέω το όνομά του στα τουρκικά, Yedi Dalga, τα επτά κύματα. Στο εστιατόριο Ασπάβα, έφαγα ένα μοναδικό γλυκό που μου υπέδειξε ο καλός συμπατριώτης μου ο Ορχάν, ένα πιάτο με ζεστή ταχίνι με πίττα!   

Στο δεξί μου χέρι το Βουνί, η μαγεία και η μοναδικότητα του τοπίου, το νησάκι του Λιμνίτη, οι μύθοι που το περιβάλλουν, Ευαγόρες και Κίμωνες, νίκες και απώλειες, Πέρσες και Έλληνες αλλά και στο μαγικό βιβλίο της Λουΐζας Παπαλοΐζου που κάθε Κύπριος πρέπει να διαβάσει ως «μάθημα αυτογνωσίας».

Έφτασα στα μη κατεχόμενα εδάφη της Δημοκρατίας. Πέρασα από το Μοσφίλι, φωτογράφισα τη μνήμη της γης, τη λάβα που ρέει… Στον Κάτω Πύργο ακολούθησα την ένδειξη «The Grape by the Sea», και το απόλαυσα, χαιρέτησα την Παναγία τη Γαλόκτιστη και όδευσα προς τον προορισμό μου. Κρύβει ομορφιές ο Πύργος… κάτω από την σκιά των πανύψηλων δέντρων της πλατείας τους οι εναπομείναντες στα πάτρια εδάφη γενναίοι Πυργώτες ζουν, εκλιπαρώντας τους επί κεφαλής του υπόλοιπου μισού νησιού ν’ ανοίξουν το οδόφραγμα των Κοκκίνων να μπορεί το χωριό να ξανασταθεί στα πόδια του.

Τι κόσμους ανοίγει μια απλή διαδρομή!

Ελεύθερα, 18.8.24

Πηγή:     https://www.philenews.com/apopsis/arthra-apo-f/article/1499207/mia-diadromi/


Δεν υπάρχουν σχόλια: