Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Πράσινο τρίκυκλο ποδηλατάκι

Έρχονται σαν φλασιές. Εικόνες, σκηνές, χρώματα κι αρώματα. Δεν έχουν ξεθωριάσει. Είναι οι ίδιες αναμνήσεις και παίζουν ξανά και ξανά σαν trailer ταινίας, κάθε φορά που ανακαλώ το Βαρώσι. Ήμουν εξάλλου, πέντε ετών το 1974. «Πάλι καλά που τα θυμάσαι κι αυτά», λέει ο πατέρας μου κάθε φορά που θ’ ανοίξουμε κουβέντα. Βέρος Αμμοχωστιανός, γενεές γενεών πίσω, η πόλη είναι χαραγμένη στο DNA του. Γιατρός στο νοσοκομείο τότε, από τους τελευταίους που εγκατέλειψε την πόλη εν μέσω βομβαρδισμών, η αναφορά και μόνο στο Βαρώσι ξύνει ανοιχτές πληγές. «Θυμάμαι που κάναμε αυτό κι αυτό… Θυμάμαι όταν ήρθε ο τάδε και έγινε εκείνο και το άλλο…». Το βλέμμα του χάνεται καθώς διηγείται ιστορίες μιας χαμένης εποχής, βγαλμένες από τα σκονισμένα ράφια των αναμνήσεων.

Φλασιές, εικόνες, σκηνές, μυρωδιές.

Θυμάμαι. Ένα γκαράζ στο πλάι του σπιτιού που, αντί να φιλοξενεί το καφετί Ford Escort, ήταν η πίστα για το βαθύ πράσινο, τρίκυκλο ποδηλατάκι μου, ο παιδικός μου παράδεισος. Να μαρσάρω σαν ραλίστας και να τρέχω μεσ’ τη χαρά πάνω κάτω σαν να μην υπήρχε αύριο. Στο βάθος, στροφή δεξιά, ο κήπος με τις λεμονιές. Ή μήπως ήταν πορτοκαλιές; Και οι αδέσποτες γάτες να ξαπλάρουν στον ήλιο. Η μυρωδιά των ανθών σού τσάκιζε τη μύτη. «Γιώργο, έλα να γλείψεις τη σοκολάτα από την κουτάλα!». Σαν ηχώ ανακαλώ τη φωνή της μάνας μου που μόλις έφτιαξε γλυκό. Η φιγούρα της αχνοφαίνεται μέσα από τα φύλλα των δέντρων. Ανακατεύει και τραγουδάει, μάλλον κάποιο κινηματογραφικό της Αλίκης, σε πλήρη άγνοια πως αυτή η ανεμελιά – κι η δική μου κι η δική της – σύντομα θα έδινε τη θέση της στον θάνατο και την καταστροφή. «Έρχομαι μάμα! Βάλε μια καρέκλα να φτάνω στον πάγκο!»… Αφήνω για λίγο το πληκτρολόγιο. Τα μάτια μου έχουν θολώσει. Συγγνώμη, αλλά όταν μού ζητήθηκε να γράψω μερικές αράδες με αφορμή τα πενήντα χρόνια από την εισβολή, νόμιζα ότι θα μου ήταν πιο εύκολο. Η λεωφόρος των αναμνήσεων είναι, δυστυχώς, σπαρμένη με πόνο.

Επέστρεψα μια φορά. Όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα. Οι εικόνες και τα χρώματα ξεθώριασαν μαζί με τις αναμνήσεις σαν παλιό άλμπουμ. Δύο Τουρκοκύπριες ζούσαν στο σπίτι μου. «Σας περιμέναμε. Κοπιάστε να πιούμε καφέ». Όλα φάνταζαν πιο μικρά στα ενήλικα μάτια μου, σαν να τα σμίκρυνε ο χρόνος. Σάστισα να πάω στην αυλή. Λες να είναι εδώ το ποδηλατάκι μου ή χάθηκε κι αυτό μαζί με όλα τα άλλα; Είναι εκεί ακόμη τα δέντρα; Εκεί ήταν. Πιο ψηλά, απεριποίητα, με τους σάπιους καρπούς σκορπισμένους στα αγριόχορτα της αφημένης αυλής.

Αριστερά η σαλοτραπεζαρία, στο βάθος δεξιά τα υπνοδωμάτια… δεν χρειαζόμουν οδηγό. Σ’ αυτό εδώ το κρεβάτι σκεπάστηκα για να κρύψω το πρόσωπό μου. Τα αδέλφια μου με κορόιδευαν γιατί είχα βγάλει ανεμοβλογιά. Ο αντίλαλος του γέλιου τους αναπηδά από τον ένα ραγισμένο τοίχο στον άλλο κι εγώ χαζεύω το κενό. Τα παράθυρα κλειστά, μια ηλιαχτίδα διαπερνά τα σάπια ξύλινα φυλλαράκια, αλλά δεν είναι αρκετή για να με βγάλει από τον λήθαργο. Και πέρασαν πέντε λεπτά από την τελευταία εισπνοή.

Στον τοίχο του διαδρόμου, απέναντι από την εξώπορτα, κρεμασμένη ακόμη εκεί η φωτογραφία αποφοίτησης του πατέρα μου. Το μαυρόασπρο κειμήλιο ήταν το μοναδικό που σώθηκε. Το ποδηλατάκι μου, πουθενά. Χάθηκε μαζί με την πόλη που δεν θα ξαναζήσω ποτέ. Χάθηκε μαζί με την ελπίδα της επιστροφής. Έπαψα από καιρό να ελπίζω. Είναι λιγότερο οδυνηρό. Κουράστηκα.

Είναι κι η θάλασσα. Τα κουβαδάκια μου θα’ ναι κάπου εκεί θαμμένα. Αχ αυτή η θάλασσα…

Πηγή:      https://www.philenews.com/apopsis/arthra-apo-f/article/1492516/prasino-trikiklo-podilataki/


Δεν υπάρχουν σχόλια: