17.9.2024
Ξαφνικά στεκόμαστε για λίγο καθώς περνάμε από τους καιρούς στους οποίους αποδεχτήκαμε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά τη διαίρεση στο νησί. Επιστρέφουμε μόλις δούμε ότι φτάνει το προεδρικό κτηριακό συγκρότημα η ουρά των αυτοκινήτων προς τον νότο. Κάποιες μέρες είναι μακρύτερη η ουρά από τον νότο προς τον βορρά και κάποιες άλλες η ουρά από τον βορρά προς τον νότο. Τι υπάκουοι, τι υπομονετικοί άνθρωποι είναι τούτοι οι Κύπριοι; Αλλά ένας φίλος μου Ρώσος, κατά την πρώην σοσιαλιστική περίοδο στη Μόσχα, μου έλεγε ότι οι Ρώσοι είναι οι πιο υπομονετικοί άνθρωποι στον κόσμο. Γιατί; Υπέμειναν, λέει, τριακόσια χρόνια τον ζυγό των Μογγόλων-Τατάρων. Και τριάντα χρόνια τον Στάλιν. Ίσως γι' αυτό φαινόταν σαν βρισιά στους Ρώσους να τους λες πόσο υπομονετικός λαός είναι. Ένιωθαν προσβεβλημένοι. Όμως ήταν σαν εμάς και εκείνοι. Και κάποτε έκαναν τους μάγκες όπως εμείς: «Αν ξεσπάσουν οι Ρώσοι, ξεσπάνε για τα καλά», έλεγαν. Δεν επρόκειτο να ξεσπάσουν. Ιδού, υπομένουν και το μαστίγιο του Πούτιν για πάνω από είκοσι χρόνια. Εμείς ξεσπάμε; Και εμείς δεν ξεσπάμε. Δεν είναι νησί των ξεσηκωμών η Κύπρος. Εδώ ζουν άνθρωποι που προσπαθούν να απολαύσουν την κάθε μέρα με την έγνοια ότι κάποτε θα πεθάνουν. Σκορπίζονται μπροστά στον άνεμο, δεν στέκονται μπροστά στον άνεμο. Είναι ένας λαός με παρελθόν γεμάτο πόνο και μέλλον αβέβαιο. Όταν καταλάβει ότι δεν μπορεί να αλλάξει τις συνθήκες, συμβαδίζει με εκείνες τις συνθήκες. Δεν συνηθίζει να αντιτίθεται στον νόμο και τις δικαστικές αποφάσεις, επειδή πέρασε μέσα από την αγγλική πειθαρχία. Το πιο ανεπτυγμένο του αίσθημα είναι αυτό του θαυμασμού. Και σχεδόν όλοι οι ήρωές του είναι νεκροί ήρωες. Αντί να εκφράσει τη δική του άποψη, προτιμά να εκφράζει την άποψη ενός νεκρού φιλόσοφου και συγγραφέα τον οποίο θαυμάζει. Αγαπά εκείνους που ερμηνεύουν τα καταπιεσμένα του αισθήματα. Η Κύπρος είναι νησί της υπομονής. Είναι το νησί ενός λαού που μετά την ηλικία των εβδομήντα καταλαβαίνει πάρα πολλά πράγματα τα οποία δεν καταλάβαινε προηγουμένως και σαστίζει γιατί φοβόταν άδικα τόσα πολλά πράγματα. Είναι νησί του έρωτα; Νησί των εγκλημάτων; Σε πολλά σπίτια ζουν άνθρωποι που συσσώρευσαν πόνο. Κοιτάνε διαφορετικά τον ήλιο που δύει στον ορίζοντα οι γιαγιάδες και οι παππούδες που λένε στα παιδιά και τα εγγόνια τους «εμείς βασανιστήκαμε, τουλάχιστον εσείς να μην βασανιστείτε». Δεν θέλουν να πεθάνουν στο Λονδίνο, δεν θέλουν να ταφούν στο χώμα του Λονδίνου. Φαίνεται πιο γλυκό το χώμα της πατρίδας σε έναν Κύπριο νεκρό. Κάποτε ο άνθρωπος πεθαίνει ξαφνικά. Δεν αντιλαμβάνεται καθόλου ότι πέθανε. Ήμουν δέκα χρονών όταν είδα έναν άνθρωπο καθώς πέθαινε. Αυτό ήταν κάτι που χαράχθηκε για χρόνια στη μνήμη μου και δεν μπορώ να ξεχάσω. Ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας, ο οποίος καθόταν στο καφενείο στο τείχος ακουμπώντας τα χέρια πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα. Είχε ακουμπήσει και το μπαστούνι του εκεί. Σαν να κοιμόταν. Οι θαμώνες στα τραπέζια γύρω του έπιναν καφέ και έπαιζαν τάβλι. Το αντιλήφθηκαν ξαφνικά. Είχε βραχεί το παντελόνι του άνδρα και το έδαφος. Σηκώθηκαν και κοίταξαν. «Πέθανε», είπαν.
Καθώς περνάμε από καιρούς που πλέον εξοικειωθήκαμε για τα καλά με τη διαίρεση και κάποτε φαίνεται σαν να μην έχουμε απολύτως καμία ένσταση, μας έδιωξαν και από το δέκατο χωριό μετά από τα εννιά χωριά από τα οποία εκδιωχτήκαμε. Εκείνοι που μας έδιωξαν από τα εννιά χωριά ήταν οι διάβολοι επειδή λέγαμε τις αλήθειες, ενώ από το δέκατο χωριό μας έδιωξαν εκείνοι που άρχισαν να κοιμούνται. Τώρα είμαστε στο ενδέκατο χωριό. Απέμεινε κάτι προς συζήτηση; Πείτε μου, τι δεν έχουμε συζητήσει για να το συζητήσουμε. Αν έμεινε κάτι που δεν έχει αναφερθεί, να το αναφέρουμε. Να αντλήσουμε έμπνευση από τους ήρωες της ταινίας που είπαν «αν γίνουμε τρία άτομα, θα ταράξουμε τον κόσμο». Δεν πρέπει να πεθαίνουν πριν από εμάς τα όνειρά μας. Να ονειρευτούμε ότι γκρεμίσαμε τούτα τα οδοφράγματα, έστω και αν δεν τα γκρεμίσαμε. Βαρέθηκα τούτη την πράσινη γραμμή. Εσείς δεν τη βαρεθήκατε; Να πούμε τσιατιστά στα αμπέλια με το μαύρο σταφύλι. Εσύ πες στα ελληνικά. Και εγώ να πω στα τουρκικά. «Είναι η πιο ωραία πόλη του νησιού», είπα στον Ηλία, ο οποίος μου είπε ότι είναι από τη Λεμεσό. «Όχι η Αμμόχωστος είναι», μου είπε. «Γιατί η Αμμόχωστος;» «Διότι από εκεί κατάγομαι». Όταν έφευγε από εκεί τον Αύγουστο του 1974, ένας Τουρκοκύπριος του έδειξε τον πιο ακίνδυνο δρόμο και του έσωσε τη ζωή, λέει. Ακόμα ψάχνει εκείνον τον σωτήρα.
Λέτε πως «στο τέλος της υπομονής είναι η σωτηρία» Κύπριοι; Τότε κάποιος από εσάς να μου πει πού βρίσκεται το χωριό Σωτηρία. Εγώ ξέρω τον δρόμο για το Καλό Χωριό…
Πηγή: https://politis.com.cy/apopseis/stiles/838642/ta-oneira-mas-den-prepei-na-pethainoyn-prin-apo-emas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου